-
1 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)
-
2 ακτις
- ῖνος ἥ1) луч(ἠελίοιο Hom., Aesch.)
ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (sc. ὄντος τοῦ ἡλίου) Soph. — в среднем направлении южных лучей, т.е. на юге;πρὸς τελευτώσας ἀκτῖνας Eur. — на запад2) сверкание(ἀκτῖνες στεροπᾶς Pind.)
3) молния(Διὸς ἀ. Soph.)
4) сияние, слава(ἐργμάτων, ἀγώνων Pind.)
5) спица (sc. τῆς τροχιᾶς Anth.) -
3 αποστομοω
-
4 αποσχιζω
2) отрывать(μυρσίνης φόβην Eur.)
3) отделять, ответвлять(ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.)
φεύγειν τινὰ καὴ ἀποσχίζεσθαι Plat. — избегать общения с кем-л.4) отвлекать, склонять к отпадению(τινά Plat., Plut. и τινὰ ἀπό τινος Her.)
5) прерыватьἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. — перебивать чью-л. речь
-
5 ενδιαω
(impf. iter. Theocr. ἐνδιάασκον)1) (на открытом воздухе) жить, обитать(ἥ ὀλολυγὼν ἐνδιάουσα βάτοις, перен. μνήμη τινὸς ἐνὴ τεύχεσι βίβλων ἐνδιάει Anth.)
2) пасти под открытым небом(μῆλα Theocr.)
3) тж. med. блистать, сиять, сверкать(ἐλπὴς ἐνδιάει τοῖς ὄμμασι Anth.; ἀκτῖνες ἐνδιάονται HH.)
-
6 ηλιος
эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὅ1) солнцеἡλίου κύκλος Trag., Arst. — солнечный диск;
ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. — солнечный зной;ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. — солнце взошло;ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. — с восходом солнца;ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца;δύσετο ἠέλιος Hom. — солнце зашло;ἀφ΄ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. — от восхода солнца до (его) заката;ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. — быть освещенным солнцем;μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. — незадолго до захода солнца;περὴ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. — во время солнечного затмения;ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;ὑπ΄ ἠελίῳ Hom., ὑφ΄ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. — под солнцем, т.е. на земле, на свете;οὐκέτ΄ εἶναι ὑφ΄ ἁλίῳ Eur. — не быть больше в живых2) место восхода солнца, востокπρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὴ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὴ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. — к востоку, на восток;
οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her. — восточные эфиопы3) дневной путь солнца, т.е. деньφῶς ἓν ἡλίου Eur. — свет одного дня, т.е. всего лишь один день;
ἁλίῳ ἀμφ΄ ἑνί Pind. — в течение одного лишь дня;ἡλίους δέκα Luc. — десять дней4) солнечная жара, знойὁ ἥ. πολύς Luc. — сильная жара;
οἱ ἥλιοι καὴ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc. — зной и духота мучили (пленников)5) солнечный свет(ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.)
6) светлое настроение, ясность(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
7 λαμπρος
31) светлый, сияющий, яркий(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)
; блестящий, сверкающий(φάλοι, κόρυθες Hom.)
; светлый, блистающий, яркий(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)
; светлый, лучезарный(κάλλος Plat.)
2) чистый, прозрачный(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)
3) чистый, ясный(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)
λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить4) ясный, отчетливый, четкий(ἴχνη Xen.)
5) ясный, явный, бесспорный(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)
6) славный, знаменитый(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)
7) пышный, окруженный блеском(λ. καὴ πλούσιος Dem.)
8) величавый, возвышенный(ἔπη Soph.)
9) щедрый(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)
10) великолепный, горделивый(ἵππος Xen.)
11) блистательный, цветистый(λέξις Arst.)
12) сияющий, радостный(ὄμματι Soph.)
13) полный жизни, цветущий(ὥρα ἡλικίας Thuc.)
14) сильный, резкий(ἄνεμος Her.)
15) ожесточенный(μάχη Polyb.)
16) серьезный, грозный(κίνδυνος Polyb.)
λ. φανήσεται Eur. — (Эврисфей) явится, словно гроза -
8 μαρμαριζω
(только part. praes.)1) блистать, сверкать(ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.)
2) быть твердым как ( или похожим на) мрамор(πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.)
-
9 οξυς
1) острый(πέλεκυς, ξίφος Hom.; γωνία Arst.; ῥομφαία NT.)
; острый, остроконечный(δόρυ, κορυφέ σκοπέλου Hom.; ὄνυχες λεόντων Pind.)
2) острый, мучительный(ὀδύναι, μελεδῶναι Hom.)
3) жестокий, тяжелый(ἀγών Plut.)
4) жгучий, палящий(ἀκτῖνες Pind.; ἥλιος Anth.)
5) резкий, пронизывающий(χιών Pind.; νότος Soph.)
6) ослепительный, яркий(αὐγέ ἠελίοιο Hom.; χροιαί Arst.; πορφύρα Plut.)
7) пронзительный, резкий, громкий(ἀϋτή Hom.; μέλος Arph.)
8) муз. высокий, тонкий(χορδή Plat.; φωνή Arst.)
9) острый (на вкус), пряный(φακῆ Xen.)
10) терпкий(οἶνος Xen.)
11) кислый(ζύμωμα Plat.)
12) изощренный, зоркий(ὄμμα Pind.; ὄψις Plat.)
13) острый, едкий(ὀσμή Arst.)
14) пылкий, горячий, страстный(μένος HH.; θυμός Soph.)
15) быстрый, проворный, стремительный, резвый(ἵπποι Her.; πόδες NT.)
16) восприимчивый, способный(εἰς πάντα τὰ μαθήματα Plat.)
ὀξύτατος γνῶναι τὰ ῥηθέντα Dem. — умеющий отлично понимать сказанное;τὰς ἐνθυμήσεις ὀ. Luc. — быстро соображающий17) бурный(μανία Pind.)
18) обостренный, настороженный -
10 παμπορφυρος
-
11 πυρσοβολος
-
12 υπερλαμπρος
-
13 ηλιακός
η, ό[ν]1) солнечный, относящийся к солнцу, происходящий от солнца;ηλιακες ακτίνες — солнечные лучи;
ηλιακο φάσμα (φως) — солнечный спектр (свет);
ηλιακό σύστημα — солнечная система;
ηλιακό ωρολόγιο — солнечные часы;
2) солнечный, залитый солнцем, полный солнечного света;ηλιακό δωμάτιο — солнечная комната;
§ ηλιακό πλέγμα — солнечное сплетение
-
14 καθοδικός
η, ό[ν] физ. катодный;καθοδικαί ακτίνες — катодные лучи
-
15 κοσμικός
η, ό[ν]1) космический;κοσμική ταχύτητα — космическая скорость;
ομαδική κοσμική πτήση — групповой космический полёт;
κοσμικές ακτίνες — космические лучи;
κοσμικός πύραυλος — космическая ракета;
κοσμικό σύστημα — космическая система;
2) светский;κοσμική κυρία (ζωή) — светская дама (жизнь);
κοσμικοί κύκλοι — светское общество;
κοσμική κίνηση — хроника светской жизни, светские новости;
3) светский, мирской;§ κοσμικό κέντρο — аристократический центр (кафе, ресторан, курорт и т. п.)
-
16 Χ
χ,1) хи (двадцать вторая буква греческого алфавита); 2) знак числа: χ'= 600 и шестисотый;,χ=600000 и шестисоттысячный; § ακτίνες χ рентгеновские лучи
См. также в других словарях:
ακτίνες Χ — Ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη από τη συχνότητα του φωτός και, αντίστοιχα, με μήκος κύματος πολύ μικρότερο (από 10 8 εκ. μέχρι 10 11 εκ.). Τις ανακάλυψε το 1895 ο Κόνραντ Βίλχελμ Ρέντγκεν (βλ. λ.). Οι α. Χ παράγονται… … Dictionary of Greek
ἀκτῖνες — ἀκτίς ray fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοδικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία αποτελούμενη από ηλεκτρόνια, τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης, που ονομάζεται σωλήνας Κρουκς με υψηλό κενό (η πίεση του αερίου πρέπει να είναι κατώτερη από 10 3 χιλιοστά υδραργύρου) … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek