Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἀγροί

См. также в других словарях:

  • Άγροι — Γερμανική φυλή. Βλ. λ. γερμανικοί λαοί …   Dictionary of Greek

  • ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κεντάκι — (Kentucky). Ομόσπονδη πολιτεία (104.661 τ. χλμ., 4.065.556 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και συνορεύει με τις πολιτείες Οχάιο, Ιντιάνα και Ιλινόις στα Β, Δυτική Βιρτζίνια και Βιρτζίνια στα Α, Τενεσί στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • BANLEUCA seu BANNILEUCA — BANLEUCA, seu BANNILEUCA Gall. Banlieve, vox in Consuetudinibus Municipalib. Galliae frequens, modus est agri, cuius finibus loci, se Oppidi, seu Monasterii alicuius immunitas vel iurisdictio terminatur; siec dictus, quod utplurimum intra leucae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρουρα — η (AM ἄρουρα) 1. η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη περιοχή 2. τα χωράφια, οι αγροί 3. η γη, το έδαφος 4. το χώμα 5. μέτρο εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο 6. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που δέχεται σπέρμα και τεκνοποιεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρουρ ya < (αθέμ …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

  • κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • κτήση — η (AM κτῆσις, έως, Α ιων. γεν. ιος) 1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.) 2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.) νεοελλ. ξένη χώρα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»