Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(обстоятельствам)

  • 1 независящий

    независящ||ий
    прил:
    по \независящийим обстоятельствам λόγω ἀνωτέρας βίας.

    Русско-новогреческий словарь > независящий

  • 2 примениться

    применить||ся
    (приспосабливаться) προσαρμόζομαι:
    \применитьсяся к обстоятельствам προσαρμόζομαι μέ τίς περιστάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > примениться

  • 3 семейный

    семейн||ый
    прил
    1. οἰκογενειακός:
    \семейныйые обязанности οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις· по \семейныйым обстоятельствам γιά οἰκογενειακούς λόγους·
    2. (имеющий семью) ὁ οἰκογενειάρχης, ἄνθρωπος μέ οἰκογένεια

    Русско-новогреческий словарь > семейный

  • 4 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 5 домашний

    -яя, -ее, επ.
    1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•

    домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•

    домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•

    -ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•

    -яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•

    -ие туфли παντόφλες•

    домашний обед σπιτίσιο φαγητό•

    -ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•

    домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•

    домашний врач οικογενειακός γιατρός•

    -яя жизнь οικιακή ζωή•

    по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•

    домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•

    -ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.

    2. κατοικίδιος, ήμερος•

    -ие животные κατοικίδια ζώα•

    -яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•

    -ие голубы τα ήμερα περιστέρια.

    3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•

    домашний че-ловк δικός άνθρωπος.

    4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > домашний

  • 6 независящий

    επ. по -щим обстоятельствам για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση ή λόγω ανωτέρας βίας.

    Большой русско-греческий словарь > независящий

  • 7 применить

    -еню, -енишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. применённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. εφαρμόζω χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι• μετέρχομαι•

    применить закон εφαρμόζω το νόμο•

    применить самые строгие меры εφαρμόζω τα πιο αυστηρά μέτρα•

    применить на практике εφαρμόζω στην πράξη•

    применить силу χρησιμοποιώ βία.

    2. προσαρμόζω.
    3. (διαλκ.) συγκρίνω, παραβάλλω.
    προσαρμόζομαι συμμορφώνομαι•

    применить к обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις•

    применить к чьему-л. характеру συμμορφώνομαι με το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > применить

  • 8 приноровить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приноровленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    προσαρμόζω, συνταιριάζω κανονίζω•

    приноровить свой характер к обстоятельствам προσαρμόζω το χαρακτήρα μου προς τις περιστάσεις•

    приноровить свой отъезд к концу месяца κανονίζω (προγραμματίζω) την αναχώρηση μου στο τέλος του μήνα.

    προσαρμόζομαι•

    приноровить к чьему-н. характеру προσαρμόζομαι προς το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > приноровить

  • 9 приспособить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.μ. προσαρμόζω, (συν)ταιριάζω εφαρμόζω.
    προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι• συμμορφώνομαι•

    приспособить к обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις•

    организм постепенно -лся ο οργανισμός βαθμιαία εγκλιματίστηκε•

    приспособить к жизни προσαρμόζομαι στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > приспособить

  • 10 семейный

    επ.
    οικογενειάρχης, άνθρωπος με οικογένεια•

    -ые люди άνθρωποι οικογενειάρχες.

    || οικογενειακός•

    -ые обязанности οι-γενειακές υποχρεώσεις•

    -ое счастье οικογενειακή ευτυχία•

    по -ым обстоятельствам για οικογενειακούς λόγους•

    -ые дела οικογενει-κές υποθέσεις•

    сцена из -ой жизни σκηνή από την οικογενειακή ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > семейный

  • 11 сообразно

    επίρ. σύμφωνα•

    сообразно духом закона σύμφωνα με το πμεύμα του νόμου.

    || κατά•

    обстоятельствам κατά τις περιστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > сообразно

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»