Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(нравится)

  • 1 ты

    ты
    (тебя, тебе, тобой) мест. личн. ἐσύ, σύ:
    это ты виноват ἐσύ φταις· ты сам ἐσύ ὁ ίδιος· как тебя зову́т? πως σέ λενε;· тебе это нравится? αὐτό σοῦ ἀρέσει;· я пойду́ с тобой θά πάω μαζί σου· что с тобой? τί ἐχεις;, τί Επαθες;· тобой довольны εἶναι εὐχαριστημένοι μέ σένα· о тебе сегодня говорили γιά σένα σήμερα ἔγινε λόγος· ◊ быть с кем-л. на „ты· μιλώ μέ κάποιον στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > ты

  • 2 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 3 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 4 наименее

    επίρ.
    λιγότερο, πιο λίγο•

    это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•

    наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•

    наименее выгодно λιγότερο επικερδής.

    || μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•

    наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).

    Большой русско-греческий словарь > наименее

  • 5 плевать

    плюю, плюшь
    ρ.δ.
    1. φτύνω, πτύω•

    плевать на пол воспрещается απαγορεύεται να φτύνετε στο πάτωμα•

    плевать на лицо φτύνω στο πρόσωπο.

    2. μτφ. περιφρονώ, μουτζώνω, δίνω μού-τζες. || αδιαφορώ, τελείως, δε με μέλει καθόλου, καρφί δε μου καίγεται.
    .εκφρ. плевать в потолок το πιάνω ζάπλα, τεμπελιάζω(βαριέμαι και να γυρίσω να φτύσω)•

    не шши в колодец: пригодиться воды напиться παρμ. μη βρωμίζεις το γιατάκι σου (φωλιά σου), γιατί θα σου ξαναχρειαστεί.

    1. βλ. ρ. ενεργ. φ.
    βγάζω σάλια κατά την ομιλία.
    2. αλληλοφτύ-νομαι.
    3. μτφ. φτύνω από το θυμό•

    не нравится ему, всё плются δεν του αρέσει και όλο φτύνει (κάνει φτου, φτού).

    Большой русско-греческий словарь > плевать

  • 6 этот

    этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•
    αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•

    этот человек αυτός ο άνθρωπος•

    эта женщина αυτή η γυναίκα•

    это платье αυτό το φόρεμα•

    эти книги αυτά τα βιβλία•

    при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•

    с этим μ αυτό•

    в этом σ αυτό•

    без этого χωρίς αυτό•

    после этого ύστερ απ αυτό•

    об этом γι αυτό,περί αυτού•

    на этом σ αυτό, εδώ•

    я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•

    он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•

    меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•

    это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•

    это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•

    об эту пору αυτήν την ώρα•

    я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > этот

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»