Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(как+снег)

  • 1 снег

    снег
    м τό χιόνι, ἡ χιών:
    мокрый \снег τό χιονόβροχο· ку́ча \снега ἡ χιονοστιβάδα [-άς]· \снег идет, \снег падает χιονίζει, πέφτει χιόνι· покрытый \снегом χιονοσκεπής· ◊ как \снег на голову разг σάν ταμπλάς.

    Русско-новогреческий словарь > снег

  • 2 как

    как
    1. нареч вопр. πῶς, τίνι τρόπω:
    \как вы поживаете? πῶς είσθε; τί κάνετε; \как ἐτο случилось? πως συνέβη αὐτό;· \как э́то сделать? πῶς νά τό κάνω αὐτό;· \как вам кажется? πως σᾶς φαίνεται;· \как мне быть? τί νά κάνω· \как так? πως ἐτσι;·
    2. нареч воскл. πῶς, τί:
    \как он изменился! πῶς ἄλλαξε!·
    3. нареч относ. ὅπως, ὠς:
    я действовал, \как вы мне сказали ἐνήργησα ὀπως μοῦ είπατε·
    4. союз сравнит. ὀπως, σάν, καθώς, ὡσάν:
    белый \как снег ἄσπρος σάν τό χιόνι· такой же, \как прежде ὁ ίδιος, ὅπως καί πρίν советую вам э́то \как друг σᾶς τό συμβουλεύω σάν φίλος· \как..., так и... τόσο..., ὀσο...·
    5. союз временной μόλις, ὀταν, πού, εὐθύς ὡς (как только)! ἀπό τότε πού, ἀφ· ὀτου (с тех пор как):
    всякий раз \как κἀθε φορά πού· прошло два года, \как мы с yим познакомились πέρασαν δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνωριστήκαμε· между те́м \как, тогда \как ἐνῶ, τήν ὠρα πού·
    6. союз (выражает внезапность действия) разг ξαφνικά, ξάφνου, Εξαφνα:
    она (вдруг) \как закричит ξαφνικά ἀρχισε νά φωνάζει· дождь \как польет ἀρχισε ξάφνου μιά βροχή· ◊ \как когда разг ἐξαρτάται ἀπό τίς περιστάσεις· \как будто, \как бы σάμπως, φαίνεται σάν, σάν νἀ· задача !§та \как будто простая τό πρόβλημα αὐτό φαίνεται εὔκολο· \как раз ἀκριβῶς, ίσια ίσια· \как бы то ий было ὅπως καί νάχει τό ζήτημα, ὅτι καί νά συμβή· \как бы ни ὅσο καί νά· \как бы он ни старался... ὅσο καί νά προσπαθήσει...· \как бы не... μήπως καί..., μπας καί...· \как же! ἀσφαλώς!, βεβαίως!· \как же так? разг ἀπό ποῦ κι· ὡς ποῦ:· \как бы не так! καλέ τί μας λές!· \как знать? разг ποιος ξέρει;· \как попало ὅπως τύχει· делать что́-л. \как попало κάνω κάτι ὀπως τύχει· \как например ὅπως λόγου χάριν смотря \как... ἐξαρτᾶται πως...· \как известно ὅπως εἶναι γνωστό.

    Русско-новогреческий словарь > как

  • 3 снег

    -а (-у), προθ. о снеге, в снегу, πλθ. снега α. το χιόνι•

    хлопья -а νιφάδες (τουλούπες) χιονιού, χιονον ιφάδες•

    мокрый снег χιονόνερο, νερόχιονο, χιονόβροχο: таяние -ов λιώσιμο των χιονιών•

    выпал снег έπεσε χιόνι•

    снег вдет χιονίζει•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    вечный снег αιώνια χιόνια•

    очистить от -а καθαρίζω από το χιόνι• εκχιονίζω.

    εκφρ.
    как прошлогодный снег нужен – δε μου χρειάζεται καθόλου, μου είναι τελείως άχρηστο•
    как на голову упасть – μου έρχεται τελείως απρόοπτα, ανεπάντεχα.

    Большой русско-греческий словарь > снег

  • 4 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 5 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 6 свалиться

    свалиться
    сов
    1. см. сваливаться Г
    2. перен (заболеть) разг πέφτω ἄρρω-στος· ◊ \свалиться как снег на голову ἐρχομαι ἀναπάντεχα,

    Русско-новогреческий словарь > свалиться

  • 7 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 8 так

    так
    1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
    сделай \так κάνε τό ἔτσι· сделай \так, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить \так как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не \так как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· \так работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· \так бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· \так тому́ и быть ἄς γίνει ἔτσι· \так же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· \так же как τό ἰδιο ὅπως· если \так... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
    2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
    занялся этим \так, от ску́ки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
    3. нареч (настолько) τόσο[ν]:
    я сегодня \так много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он \так изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом \так тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· бу́дьте \так добры λάβετε τήν καλωσύνη· не \так скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
    4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
    я не хочу́ вас слу́шать, \так Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, \так Τότε νά φύγετε·
    5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
    \так мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· \так ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· \так это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
    6. частица усилительная:
    вот э́то веселье \так веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же \так? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
    7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
    часу́ \так в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
    8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
    здесь очень жарко--ты открой окно́ ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
    9. союз:
    \так как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли́ спать, \так как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
    10. союз:
    \так что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, \так что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
    11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
    я тебе говорила, \так ты и слу́шать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ \так или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· \так называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если \так λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и \так далее καί оСто καθεξής· \так и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· \так и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· \так и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не \так ли? ἔτσι δέν εἶναι;· \так точно! (в ответе) μάλιστα!· \так сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не \так κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.

    Русско-новогреческий словарь > так

  • 9 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 10 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 11 таять

    тая||ть
    несов
    1. λυώνω (άμετ.), τήκω, τήκομαι:
    конфета тает во рту τό σοκο-λατίνι λυώνει στό στόμα· сегодня тает безл σήμερα τά χιόνια λυώνουν снег тает τό χιόνι λυώνει·
    2. (исчезать) σβύ-νω, χάνομαι:
    зву́ки тают οἱ ήχοι σβύ-νουν
    3. перен (чахнуть) ἐξαντλοῦμαι, φθίνω:
    си́лы тают οἱ δυνάμεις ἐξαντλοῦν-ται· она тает как свечка λυώνει σάν τό κερί·
    4. (млеть) разг λιγώνομαι, λυώνω:
    \таятьть от любви λυώνω ἀπό Ερωτα

    Русско-новогреческий словарь > таять

  • 12 лепить

    леплю, лепишь
    ρ.δ.
    1. μ. πλάθω, φορμάρω•

    лепить бюст πλάθω προτομή.

    2. φτιάχνω, κάνω•

    пчёлы -ят соты из воска οι μέλισσες κάνουν τις κηρήθρες από κηρί•

    ласточки -ят гнезда из глины τα χελιδόνια φτιάχνουν τις φωλές από γλίνα (λάσπη).

    3. κολλώ•

    лепить марки κολλώ ένσημα.

    || μτφ. τοποθετώ πλ.ησιέστατα, στριμώχνω.
    4. επικάθομαι•

    снег -ил в лицо το χιόνι κόλλησε στο πρόσωπο.

    1. πλάθομαι.
    2. κολλώ είμαι κολλημένος.
    3. αργοβαδίζω, αργοκινούμαι•

    лепить как рак προχωρώ με βήματα χελώνας.

    Большой русско-греческий словарь > лепить

  • 13 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

См. также в других словарях:

  • как снег на голову — как <будто, словно, точно> снег на голову Разг. Только в указ. ф. 1. Совершенно неожиданно, внезапно. = Откуда ни возьмись. Обычно с глаг. сов. вида: появиться, приехать… как? как снег на голову. К вечеру приехал в Рязань дядя Егор, Давыдов …   Учебный фразеологический словарь

  • как снег на голову — См. неожиданно... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. как снег на голову внезапно, с бухты барахты, как черт из коробочки, неожиданно Слова …   Словарь синонимов

  • Как снег на голову (фильм, 1983) — Как снег на голову Un chien dans un jeu de quilles Жанр комедия Режиссёр Бернар Гийу В главных ролях Пьер Ришар …   Википедия

  • КАК СНЕГ НА ГОЛОВУ — свалиться; явиться, прийти; нагрянуть; происходить Внезапно, неожиданно. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) появляются совершенно нежданно, их визит является незапланированным, непредвиденным для другого лица или что какое л. событие,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • как снег на голову — что [для кого] быть Совершенно неожиданный, непредвиденный. Имеется в виду, что событие, явление (Р) происходит внезапно, является незапланированным для лица или для группы в т. ч. объединённых общими интересами лиц (Y). ✦ Р как снег на голову… …   Фразеологический словарь русского языка

  • как снег на голову — (неожиданно) Ср. Вдруг, уж точно, как снег на голову, нагрянет старость. Тургенев. Вешние воды. 1. (О седине.) Ср. Не прислав предварительного письма, никого не предупредив, свалился он, как снег на голову. Тургенев. Часы. 24. Ср. Вы, если… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Пасть как снег на голову — ПАСТЬ КАК СНЕГ НА ГОЛОВУ. Устар. Экспрес. Совершенно неожиданно, внезапно появиться где либо. Дабы пасть как снег на голову, мы свернули с дороги и пошли полями, скрываясь опушками лесов и по лощинам; но за три версты от села встретились с… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Бел, как снег, зелен, как лук, черен, как жук, повертка в лес, а поет, как бес. — (сорока). См. СКОТ ЖИВОТНОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Бела, как снег, зелена, как лук, вертка, как бес, и любит лес. — (сорока). См. СКОТ ЖИВОТНОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Черно, как жук, бело, как снег, повертка в лес, поет, как бес. — (сорока). См. СКОТ ЖИВОТНОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Растаял, как снег. — Будет цело, как битое яйцо. Растаял, как снег. См. ВЕРНОЕ НАДЕЖНОЕ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»