Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(голос)

  • 81 ломать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•

    ломать камни σπάζω πέτρες•

    ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.

    || κατεδαφίζω, γκρεμίζω•

    ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•

    ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.

    2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.
    3. συντρίβω, θρυμματίζω•

    -каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.

    4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•

    ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.

    || αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•

    ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•

    ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.

    || καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•

    ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•

    он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.

    5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.
    6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•

    меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•

    -ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.

    7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.
    εκφρ.
    - голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•
    ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•
    ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•
    ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•
    ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•
    ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.
    1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.
    2. αλλάζω•

    голос -ется η φωνή αλλάζει.

    3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ломать

  • 82 менять

    ρ.δ.μ.
    1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•

    менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.

    2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).
    3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•

    -бель αλλάζω τα εσώρουχα;

    4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•

    менять голос αλλάζω τη φωνή•

    менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•

    менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•

    менять религию αλλαξοπιστώ•

    -мнение αλλάζω γνώμη.

    αλλάζω• μεταβάλλομαι•

    давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•

    часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•

    моды -ются οι μόδες αλλάζουν•

    характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;

    εκφρ.
    менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς.

    Большой русско-греческий словарь > менять

  • 83 могучий

    -ая, -ее; βρ: -гуч, -а, -е.
    1. ισχυρός, δυνατός, κραταιός•

    -ая сила ισχυρή δύναμη•

    -ая страна κραταιά χώρα•

    могучий голос δυνατή φωνή.

    2. γερός, ρωμαλαίος, άλκιμος•

    организм γερός οργανισμός•

    могучий дуб γερή βαλανιδιά.

    3. μεγαλόπρεπος, -ής.

    Большой русско-греческий словарь > могучий

  • 84 мужественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -венно
    αντρείος, αντρειωμένος, γενναίος. || ανδρικός•

    мужественный голос ανδρική φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > мужественный

  • 85 надорвать

    -ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•

    лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•

    конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.

    2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•

    надорвать голос χαλνώ τη φωνή•

    надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.

    || ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.
    εκφρ.
    надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.
    1. σχίζομαι λίγο.
    2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•

    мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > надорвать

  • 86 надтреснутый

    επ., βρ: -нут, -а, -о
    1. ραγισμένος λίγο•

    -ая тарелка πιάτο λίγο ραγισμένο.

    2. τρεμουλιαστός, τρομώδης, παλμώδης•

    надтреснутый голос τρεμουλιαστή φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > надтреснутый

  • 87 налить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -лило, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω (με υγρό)•

    налить стакан чаю γεμίζω ένα ποτήρι τσάι•

    налить ведро воды γεμίζω ένα κουβά νερό.

    || χύνω, ρίχνω•

    налить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι.

    2. βλ. налиться (3 σημ.). || χύνω, κατασκευάζω•

    налить пушек χύνω πυροβόλα.

    1. ρέω, τρέχω.
    2. γεμίζω (με υγρό)•

    глаза -лись слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα.

    || εισρέω•

    вода -лась в лодку το νερό μπήκε στη βάρκα•

    -лось воды в лодку μπήκε νερό στη βάρκα.

    3. (για καρπούς) ωριμάζω• γίνομαι ζουμερός, γεμίζω χυμό•

    груши уже -лись τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά.

    || μτφ. χοντραίνω, μεστώνω•

    она -лась αυτή γέμισε.

    4. μτφ.σημ. του ρ. αντικατασταίνεται από τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)•

    она -лась красотой αυτή ο-μόρφηνε πολύ•

    голос -лся силой η φωνή δυνάμωσε πολύ•

    налить кровью κοκκινίζω (από θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > налить

  • 88 напевный

    επ.
    μελωδικός•

    напевный голос μελωδική φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > напевный

  • 89 напряжённый

    επ. από μτχ.
    1. τεταμένος• εντατικός τεντωμένος•

    -ое внимание η τεταμένη προσοχή•

    напряжённый труд εντατική δουλειά•

    -ые международные отношения τεταμένες διεθνείς σχέσεις•

    -ое ожидание αγωνιώδης Ιαναμονή•

    -ые мышцы τεταμένοι μύες•

    -ая борьбе, εντατικός αγώνας.

    2. προσποιητός, αφύσικος•

    -ая улыбка προσποιητό χαμόγελο•

    напряжённый голос αφύσικη φωνή•

    -ая поза κόρδωμα, ποζάρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > напряжённый

  • 90 напрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряженный, βρ: -жн, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -яши ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω•

    напрячь мускул τεντώνω τους μυώνες•

    ветер -яг паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    2. μτφ. ενδυναμώνω•

    напрячь слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή•

    напрячь голос δυναμώνω τη φωνή•

    напрячь внимание εντείνω την προσοχή.

    1. εντείνομαι, τεντώνομαι.
    2. μτφ. βάζω, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις.
    3. μτφ. δυναμώνω.
    4. βγαίνω από τα φυσικά όρια προσποιούμαι•

    лицо -глось το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη.

    Большой русско-греческий словарь > напрячь

  • 91 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 92 недурной

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    όχι άσχημος, αρκετά καλός•

    -ые манеры όχι άσχημοι τρόποι•

    недурной голос, αρκετά καλή φωνή.

    || αρκετά όμορφος ελκυστικός, γοητευτικός.

    Большой русско-греческий словарь > недурной

  • 93 неживой

    επ.
    1. νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, άπνοος•

    младенец родился неживой το βρέφος γεννήθηκε νεκρό.

    2. άψυχος, η μη οργανική φύση• τα ορυκτά.
    3. άτονος, ξέψυχος, -ησμένος•

    неживой голос ξεψυχισμένη φωνή.

    4. μτφ. θαμπός, μουντός•

    неживой цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > неживой

  • 94 нежный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. προ, σφιλής, πολυφίλητος, φίλτατος•

    нежный друг επιστήθιος (γκαρδιακός) φίλος.

    || τρυφερός, απαλός, στοργικός, φιλόστοργος•

    нежный взгляд η τρυφερή ματιά•

    -ые слова τρυφερά (στοργικά) λόγια.

    2. μαλακός κατά την αφήν•

    -ая кожа το τρυφερό δέρμα.

    3. ευχάριστος, χαριτωμένος μειλίχιος•

    нежный голос τρυφερή φωνή•

    нежный вкус ευχάριστη γεύση.

    4. εύθραυστος, τρυφερός. || εύ-φθαρτος (για φρούτα).
    5. (για ηλικία, ζωή) νεανικός, τρυφερός.

    Большой русско-греческий словарь > нежный

  • 95 ненатуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    τεχνητός, μη φυσικός•

    ненатуральный шлк τεχνητό μετάξι.

    || προσποιητός, επιτηδευμένος•

    ненатуральный голос αφύσικη φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > ненатуральный

  • 96 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 97 неуверенный

    επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно
    αβέβαιος διστακτικός, ενδοιαστικός• ταλαντευόμενος αναποφάσιστος•

    -ая походка μη σταθερό βάδισμα•

    неуверенный ответ διστακτική απάντηση•

    неуверенный голос διστακτική (τρεμουλιαστή) φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > неуверенный

  • 98 оборвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. о
    бо-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ, κόβω•

    оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•

    оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.

    || δρέπω, μαζεύω.
    2. κόβω (διαχωρίζω)•

    оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•

    оборвать рмни κόβω τα λουριά.

    3. διακόπτω απότομα, σταματώ•

    оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•

    оборвать разговор κόβω την κουβέντα•

    оборвать пьянство κόβω το πιοτί.

    4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.
    εκφρ.
    уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    1. κόβομαι, κόπτομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε.

    2. ξεκόβομαι, πέφτω.
    3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•

    разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•

    голос его -лся η φωνή του κόπηκε.

    || αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.
    4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.
    εκφρ.
    сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).

    Большой русско-греческий словарь > оборвать

  • 99 осечься

    осекусь, осечшься, осекутся; παρλθ. χρ. оскся
    -ла.сь, -лось ρ.σ.
    1. παλ. παθαίνω αφλογιστία•

    ружь -клось το όπλο έπαθε αφλογιστία.

    || μτφ. αποτυχαινω, πέφτω έξω.
    2. μτφ. κομπιάζω, σκοντάφτω στην ομιλία. || σταματώ, κόβομαι•

    голос -кся η φωνή κόπηκε.

    Большой русско-греческий словарь > осечься

  • 100 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

См. также в других словарях:

  • ГОЛОС — ГОЛОС, голоса, мн. голоса, муж. 1. Звучание голосовых связок, крик, речь, пение. Вдали послышался голос. Кричать громким голосом. Полным голосом. Во весь голос. Надорвать голос. || Свойственные отдельному человеку или животному особенности,… …   Толковый словарь Ушакова

  • ГОЛОС — муж. глас церк. звук, звон, тягучий шум разного рода; звук или зык из гортани человека или животного. Какой голосища у него, не чета нашему голосишке (голоску, голосочку, голосенку). Есть голос и у нема, да речей нет. | Напев, последовательность… …   Толковый словарь Даля

  • голос — Глас, визг, гик, звук, крик. (Голоса: альт, баритон, бас, дискант, сопрано, тенор, фистула. Блеяние, визжание, вой, жужжание, карканье, кваканье, клекот, кудахтанье, лай, мурлыканье, мычание, писк, пение, рев, ржание, рыканье (рычание),… …   Словарь синонимов

  • ГОЛОС — ГОЛОС, всеобщее понятие, объединяющее звуки, исходящие из гортани человека, независимо от того, предназначаются ли они для выражения мысли и чувства или же являются в результате неосознанных рефлекторных мышечных движений. В развитии Г. должно… …   Большая медицинская энциклопедия

  • ГОЛОС — ГОЛОС, а ( у), мн. а, ов, муж. 1. Совокупность звуков, возникающих в результате колебания голосовых связок. Громкий, тихий г. Певческий г. Г. потерять, лишиться голоса (1) охрипнуть; 2) лишиться певческого голоса). В г. кричать (очень громко;… …   Толковый словарь Ожегова

  • голос — ГОЛОС, а, м. (или голос из за бугра), ГОЛОСА, ов, мн. Западная радиостанция. См. также вражий голос …   Словарь русского арго

  • ГОЛОС — ГОЛОС, в человеческом организме звук возникает благодаря тому, что воздух из легких проходит через голосовые связки, заставляя их вибрировать. Связки два клинообразных тяжа, образованных волокнистой эластичной тканью и прикрепленных к хрящам… …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • Голос — «ГОЛОС» см. Журналы русские. Литературная энциклопедия. В 11 т.; М.: издательство Коммунистической академии, Советская энциклопедия, Художественная литература. Под редакцией В. М. Фриче, А. В. Луначарского. 1929 1939 …   Литературная энциклопедия

  • голос — беззвучно пронзительный (Городецкий); беззвучный (Арцыбашев, Мельник Печерский); визгливый (Серафимович, Сергеев Ценский); вкрадчивый (Ленский, Григорович); властный (Тихонов); волшебный (Надсон); гармоничный (Каренин); гибкий (Башкин, Северцев… …   Словарь эпитетов

  • голос — В гештальте придается большое значение работе с голосом: то, что говорится, настолько же важно, как и то, как говорится. Бесцветный или прерывающийся голос иногда выдает душевное состояние, отличное от того, которое клиент в данный момент… …   Большая психологическая энциклопедия

  • ГОЛОС — ГОЛОС, совокупность разнообразных по высоте, силе и тембру звуков, издаваемых человеком и животными с помощью эластичных голосовых связок. У большинства позвоночных основным источником звука служит верхняя гортань с парными голосовыми связками, а …   Современная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»