-
1 χλαίνα
χλαίνη η воен, шинель -
2 διπλοος
стяж. διπλοῦς 3(ион. f διπλέη)1) двойной, парный, двухсторонний, с двумя концами(διπλῆ μάστιξ Aesch., Soph.) или остриями (διπλᾶ κέντρα Soph.)
ὅθι δ. ἤντετο θώρηξ Hom. — там, где один край брони заходил за другой2) двойной ширины, дважды обертываемый(χλαίνη Hom.)
3) двукратный или вторичный(ὁδός Aesch.; θάνατος Her.)
παῖσαι διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. — нанести второй удар4) двухэтажный(οἰκίδιον Lys.)
5) состоящий из двух элементов, составной, сложный(ὄνομα, λῆξις Arst.)
6) двоякого рода, двоякий(κίνησις Arst.)
7) двое, два, оба(διπλοῖ στρατηλάται, sc. Ἀγαμέμνων καὴ Μενέλαος Soph.)
8) согнутый, согбенный(ἄκανθα Eur.)
9) взаимный10) вдвое больший(τινος Plat.)
διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον ἂν καταβλάψῃ Dem. — возместить ущерб в двойном размере11) двоедушный, двуличный(ἀνήρ Eur., Plat.; πρός τινα Xen.)
-
3 εντυπας
-
4 χλαινα
ион. χλαίνη ἥ1) хлена, теплый верхний плащ Hom.ᾧ μήτε χ. μήτε σισύρα συμφέρει погов. Arph. — которому не подходит ни плащ, ни тулуп, т.е. на которого ничем не угодишь
2) покрывало, одеяло Hom., Soph., Eur., Theocr., Anth.
См. также в других словарях:
χλαίνη — η, Ν βλ. χλαίνα … Dictionary of Greek
χλαίνη — η ο μανδύας των στρατιωτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλαίνη — χλαῖνα upper garment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνῃ — χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνηι — χλαίνῃ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) χλαίνῃ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… … Dictionary of Greek
δίπλαξ — ο, η (Α δίπλαξ) νεοελλ. 1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι 2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος αρχ. 1. διπλωμένος 2. διπλός 3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας β)… … Dictionary of Greek
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
καταχλαινώ — καταχλαινῶ, όω (Α) περιβάλλω με χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλαινῶ «περιβάλλω με χλαίνη, ντύνω» (< χλαῖνα)] … Dictionary of Greek
λακέρνιον — λακέρνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τ.) ρωμαϊκός μανδύας από χοντρό ύφασμα, μικρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lacerna + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. lacernula «μικρή χλαίνη»)] … Dictionary of Greek
άχλαινος — ἄχλαινος, ον (AM) [χλαίνα] αυτός που δεν έχει χλαίνη, ο φτωχός … Dictionary of Greek