-
1 χειμα
- ατος τό1) холодное и дождливое время года, зима(οὐ χείματος οὐδὲ θέρευς Hom.; οὔτε χείματος οὔτ΄ ἦρος Aesch.)
2) буря Aesch., Eur., Plat., Plut.χείματι πλαζόμενος Anth. — игралище бури
-
2 αχειματος
-
3 λιμην
1) порт, гавань, пристань(λιμένες - νεῶν ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT.)
2) убежище, пристанище(ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.)
3) место сбора, средоточие(παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.)
-
4 τεκμαρ
эп. τέκμωρ τό indecl.1) предел, цель, конецἵκετο τ. Hom. — он достиг предела
2) конец, гибель(Ἰλίου Hom.)
3) средство, выходτ. εὑρεῖν Hom. — найти средство
4) признак, довод(χείματος Aesch.)
ἔστι τῶνδέ σοι τ. ; Aesch. — у тебя есть доказательство этого?5) знамение, порука, залог Hom., HH.6) условный знак, сигналναυτίλοις τ. Eur. — сигнал для мореплавателей
7) граница, грань(δειλῶν τε καὴ ἐσθλῶν Hes.; τ. καὴ πέρας ταὐτὸν κατὰ τέν ἀρχαίαν γλῶτταν Arst.)
См. также в других словарях:
χείματος — χεί̱ματος , χεῖμα winter weather neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
PLUMARIA Ars — Veterib. celebrata, Iac. Cuiacio, Bulengero, aliis, censetur sic vocata, co quod Artifices istiusmodi primitus vestimenta ex avium conficerent plumis. Prudentius, Hamartig. v. 294. Hunc videas lascivas praepete cursu Venantem tunicas, avium… … Hofmann J. Lexicon universale
SATIO — I. SATIO Macedoniae oppidum circa Lychnidem paludem. Polyb. l. 5. II. SATIO circa Vergiliarum occasum fiebat, in Graecia fere omni et Asia, Plinio l. 18. c. 7. Aestiva, quae aestate ante Vergiliarum exortum seruntur, ut milium, panicum, sesama,… … Hofmann J. Lexicon universale
χειματικός — ή, όν, ΜΑ [χεῑμα, χείματος] μτγν. τ. τού χειμέριος … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek