Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(χαῖται

См. также в других словарях:

  • χαῖται — χαίτη loose fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίται — χαίτᾱͅ , χαίτη loose fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Statue of Zeus at Olympia — The Statue of Zeus at Olympia was one of the Seven Wonders of the Ancient World. It was made by the famed Greek sculptor of the Classical period, Phidias, circa 432 BC on the site where it was erected in the temple of Zeus, Olympia, Greece. [… …   Wikipedia

  • επιρρώομαι — ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) [ρώομαι] 1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.) 2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου 3. (με… …   Dictionary of Greek

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

  • χαίτη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαίτα Α 1. μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα τού αλόγου, τού λιονταριού και άλλων ζώων (α. «άλογο με κουρεμένη χαίτη» β. «ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων», Αριστοτ.) 2. μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ψεδνός — ή, όν, Α 1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.) 2. (για πρόσ.) φαλακρός 3. (για γη) γυμνός, άδενδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα δνός (πρβλ. γοε δνός, κε δνός, μακε δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»