Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(χαλκοῦ

  • 121 χαλκός

    χαλκός, , Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Panzer u. Harnisch sind aus χαλκός, eben so das Schwert, das Beil; auch Verzierung; Kessel; aber χαλκοῦ βαφάς, = auf Stählung des Eisens; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße; eine Kupfermünze, der achte Teil des Obols, u. übh. Kupfergeld. Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; das gemeine Kupfer auch χ. Κύπριος, weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς λευκός, weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. ἐρυϑρός, Messing; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. Man leitet das Wort von χαλάω ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > χαλκός

  • 122 Cymbal

    subs.
    P. κύμβαλον, τό (Xen.).
    Clashing of cymbals: V. κρόταλα χαλκοῦ (Eur., Cycl. 205).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cymbal

  • 123 κοδράντης

    κοδράντης, ου, ὁ (Lat. loanw., ‘quadrans’; also in rabb.; actually one quarter of an ‘as’. Cp. Plut., Cic. 875 [29, 5] τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος κουαδράντην ἐκάλουν [the Romans]. For the spelling s. B-D-F §41, 2) quadrans, penny=two λεπτά Mk 12:42 (DSperber, Mk 12:42 and Its Metrological Background, NovT 9, ’67, 178–90), 1/64 of a denarius (s. δηνάριον). It was the smallest Roman coin. ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κ. until you have repaid the last cent Mt 5:26; Lk 12:59 D; D 1:5 (Sextus 39 μέχρις οὗ καὶ τ. ἔσχατον κοδράντην ἀπολάβῃ [the punishing demon]).—Lit. under ἀργύριον 2c.—Schürer II 66. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κοδράντης

  • 124 ξέστης

    ξέστης, ου, ὁ (Diosc.; Epict. 1, 9, 33f; 2, 16, 22; OGI 521, 24; O. Wilck II, 1186, 2; Sb II word-list p. 360; Jos., Ant. 8, 57, Vi. 75. Loanw. in rabb.—Taken by most to be a corruption of Lat. sextarius; Mlt-H. 155, w. note 3, expresses some doubts on this point) a measure, about equal to 1/2 liter (FHultsch, Griech. u. röm. Metrologie2 1882, 103ff; APF 3, 1906, 438; O. Wilck I 762f). But then it comes to mean simply pitcher, jug, without reference to the amount contained (POxy 109, 21 ξέσται χαλκοῦ; 921, 23; Cat. Cod. Astr. VIII/3, 139) w. ποτήριον, χαλκίον Mk 7:4; cp. vs. 8 v.l.—DELG. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ξέστης

См. также в других словарях:

  • χαλκοῦ — χάλκεος of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκός copper masc gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat mp 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) χαλκοῦς of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκοῦς of copper… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλκου — χαλκός copper masc/fem/neut gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat act 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»