-
1 медный
επ.1. χάλκινος, χαλκοματένιος•-ая посуда χάλκινο αγγείο•
-ые деньги χάλκινα χρήματα (χαλκούνες).
|| του χαλκού•-ая промышленность βιομηχανία χαλκού.
|| χαλκούχος, χαλκο.φόρος•-ая руда χαλκομετάλλευμα•
медный колчедан χαλκοπυρίτης•
медный купорос θειτκός χαλκός (γαλαζόπετρα ή βιτριόλι του χαλκού).
2. χαλκόχρωμος•-ое лицо χαλκόχρωμο πρόσωπο.
εκφρ.медный век – η εποχή του χαλκού•медный лоб – βλ. меднолобый• -
2 медный
χάλκιν/ος- век ο χαλκούς αιών, η εποχή του χαλκού- купорос хим. о θειικός χαλκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > медный
-
3 медеплавильный
медеплавильныйприл:\медеплавильный завод τό χυτήριο χαλκοῦ, τό χωνευτήριο χαλκού. -
4 медеплавильный
επ.της χύσης χαλκού•медеплавильный завод χυτήριο χαλκού.
-
5 арсенит
хим. о αρσενίτηςτο αρσενικώδες άλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > арсенит
-
6 бронза
ο ορείχαλκος, ο μπρούντζος, το κράμα χαλκού και κασσιτέρουколокольная - για χύτευση κωδώνων/καμπανώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бронза
-
7 век
1. (столетие) о αιώνας 2. (период времени, эпоха) η περίοδοςкаменный - (ист.) η λίθινη εποχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > век
-
8 конвертер
мет. η (υψι)κάμινος παρασκευής χάλυβα από χυτοσίδηρο/παλιοσί-δεραη (υψι)κάμινος παραγωγής χαλκούбессемеровский - το άπιον/απίδι του Μπέ-σεμερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конвертер
-
9 константан
το κονσταντάν (κράμα χαλκού και νικελίου) (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > константан
-
10 магнико
το μαγνητικό κράμα κοβαλτίου-νικελίου-αλουμηνίου-χαλκού (Co-Ni-Al-Cu).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнико
-
11 нейзильбер
(сплав) о νεάργυροςτο Γερμανικό ασήμι (κράμα χαλκού, ψευδαργύρου και νικελίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нейзильбер
-
12 руда
το ορυκτ/ό, το μετάλλευμαзалежи - ы κοιτάσματα - ών, τα μεταλλευτικά κοιτάσματαмедная - το μετάλλευμα χαλκού, η χαλκίτιδαнеобожжённая - см. сырая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > руда
-
13 медный
медн||ыйприл χάλκινος, χαλκοῦς, μπακιρένιος, χαλκωματένιος:\медныйая монета τό χάλκινο νόμισμα, ἡ μπακίρα· \медныйая руда ἡ χαλκϊτις, τό μετάλλευμα χαλκοῦ· \медный колчедан мин. ὁ χαλκοπυρίτης· \медный купорос хим. ὁ θειικός χαλκός, ἡ γαλαζό-πετρα· ◊ \медный век ὁ χαλκοῦς αἰών \медный лоб презр. ὁ κουτεντές, τό ξόανο. -
14 медь
мед||ьж1. ὁ χαλκός, τό μπακίρι:желтая \медь τό μίγμα χαλκοῦ καί τσίγκου· красная \медь ὁ καθαρός χαλκός· покрывать \медьью ἐπιχαλκὠνω, μπακιρώνω·2. со-бир. (медные деньги) τά χάλκινα νομίσματα. -
15 медянка
медянкаж ί. зоол. ὁ τυφλϊνος·2. хим. (краска) ἡ πράσινη μπογιά (άπό ὀξείδιον χαλκοῦ). -
16 руда
руд||аж τό μετάλλευμα, τό ὀρυκτό[ν]:медная \руда τό μετάλλευμα χαλκοῦ, ἡ χαλ-κίτις· железная \руда τό σιδηρομετάλλευμα· залежи \рудаώ κοιτάσματα ὁρυκτών, μεταλλευτικά κοιτάσματα. -
17 рудник
рудн||икм τό μεταλλεῖο[ν], τό ὀρυ-χεῖο[ν]:медный \рудник τό μεταλλείο χαλκοῦ· железный \рудник τό μεταλλείο σιδήρου, τό σιδηρωρυχεῖο[ν]· серебряный \рудник τό ἀρ-γυρωρυχεῖο[ν], τό μεταλλείο ἀργύρου. -
18 закись
-и θ.υποξείδιο•закись железа υποξείδιο του σιδήρου•
закись меди υποξείδιο χαλκού.
-
19 медеплавильщик
-а α.χύτης χαλκού. -
20 патина
-ы θ.πάτινα, οξείδιο του χαλκού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαλκοῦ — χάλκεος of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκός copper masc gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat mp 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) χαλκοῦς of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκοῦς of copper… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκου — χαλκός copper masc/fem/neut gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat act 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek