-
1 φρουρά
η1) охрана, стража;ένοπλος φρουρά — конвой;
με φρουρά — или οπό φρουράν — под охраной;
2) пост; караул;τιμητική φρουρά — почётный караул;
αλλαγή φρουράς — смена караула;
είμαι της φρουρας — нести караул;
βάζω (πιάνω) φρουρά — выставлять (заступать в) караул;
3) гарнизон;υπηρεσία στη φρουρά — гарнизонная служба;
4) гвардия;η παλαιά (νέα) φρουρά — старая (молодая) гвардия
-
2 ανιημι
1) пускать или посылать вверх, испускать(ἀήτας Hom.; ἄφρον Aesch.; πνεῦμ΄ ἐκ πνευμόνων Eur.)
κρῆναι, ἃς ἀνῆκε θεός Eur. — источники, которые забили по велению божества;φόνου σταγόνας ἀ. Soph. — покрываться каплями крови;πῦρ καὴ φλόγα ἀπ΄ αὐτοῦ ἀνεῖναι Thuc. — воспламениться2) выпускать, рождать, производить(καρπόν HH.; κνώδαλα Aesch.; βλαστούς Plut.)
; med. возникатьκίνδυνος ἀνεῖταί τινος Arph. — возникает опасность для чего-л.
3) отпускать, освобождать(δεσμῶν, sc. τινα Hom.; ἐκ κατώρυχος στέγης τινα Soph.; τὸν αἴτιον Lys.)
ὕπνος ἀνῆκέ με Hom., Plat.; — сон оставил меня, т.е. я проснулся;ὥς μιν ὅ οἶνος ἀνῆκε Her. — когда хмель вышел у него из головы;ἄνετέ με παράγοροι Soph. — перестаньте меня утешать;ἀ. τινὴ τὸν δασμόν Plut. — освобождать кого-л. от дани;ἀνειμένος Soph., Eur., Plat.; — несдержанный, разнузданный;τὸ ἀνειμένον εἴς и πρός τι Plut. — неудержимое влечение к чему-л.;θάνατόν τινι ἀ. Eur. — даровать кому-л. жизнь;ἀ. τέν πόλιν τῆς φρουρᾶς Plut. — вывести гарнизон из города;ἀ. κόμαν Eur., Plut.; — распускать волосы;πέπλοι ἀνειμένοι Eur. — распущенные одежды4) освобождать от запоров, т.е. открывать, отворять(πύλας Hom.; θύρετρα Eur.)
; снимать, вскрывать(σήμαντρα Eur.)
5) med. обнажать(κόλπον Hom.)
; сдирать шкуру, обдирать(αἶγας Hom., λαγόνας Eur.)
6) отпускать; ослаблять(τόξον Her.; ἡνίας τινί Plut.)
; перен. смягчать(λόγον Eur.; πόλεμον Thuc.)
ἀνεὴς ἵππον Soph. — дав повод коню;εἰς τάχος ἀ. τοὺς ἵππους Xen. — пускать коней во весь опор;ἀ. φυλακάς Eur. и φυλακήν Thuc. — ослаблять бдительность;ἀ. τὸν δρόμον Plut. — замедлять продвижение;τὸ ἀνειμένον τῆς γνώμης Thuc. — упадок духа, уныние;ὅ νόμος ἀνεῖται Eur. — закон теряет силу;ὁρᾶν, ὅτῳ τρόπῳ μέ ἀνεθήσεται τὰ πράγματα Thuc. — следить, как бы дела не пришли в расстройство7) спускать с привязи, натравливать(τὰς κύνας Xen.)
8) оставлять невозделаннымἀ. χώραν μηλοβότον Isocr. — превратить страну в пастбище
9) культ. сохранять нетронутым, т.е. посвящать(τέμενος ἅπαν Thuc.; χωρίον τῷ θεῷ Plut.)
ἄλσος ἀνειμένον Plat. — священная роща10) побуждать, заставлять(ἄοιδὸν ἀειδέμεναι, τινὰ Αἴγυπτόν δ΄ ἰέναι Hom.)
11) разрешать, позволять, допускать(τινὰ πρός τι Her.; τὸ σῶμα ἐπὴ ῥᾳδιουργίαν Xen.)
ἀ. ἑωυτὸν ἐς παιγνίην Her. — предаваться забавам;ἀνειμένος ἐς τὸ ἐλεύθερον Her. — предоставленный самому себе;ἀ. τρίχας αὔξεσθαι Her. — отращивать волосы;οἱ ἐς τέν πόλεμον ἀνειμένοι Her. — посвятившие себя военному делу;ὅ εἰς τὸ κέρδος λῆμ΄ ἔχων ἀνειμένον Eur. — своекорыстный человек12) слабеть, утихать, уменьшаться(οὐκ ἀνίει τὰ πνεύματα Her.; αἱ ἐπιθυμίαι ἄνείκασι Arst.)
ὅ Κῦρος οὐδὲν μᾶλλον ἀνίει Xen. — Кир не унимался;αἱ τιμαὴ ἀνείκασι Dem. — цены упали;οὐκ ἀνίει ἐπιών Her. — он неотступно преследовал (противника);ἀ. τινός Thuc., Eur., Arph.; — прекращать что-л. -
3 απαλλασσω
атт. ἀπαλλάττω1) удалять, изгонять(τινὰ ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
— отстранять, отгонять (φρενῶν ἔρωτα Eur.);med.-pass. — удаляться, уходить, уезжать (ἐκ χώρης, ἐς Πελοπόννησον Her.; πρὸς χώραν Plat.; παρά τινος Aeschin.; ἐπὴ τέν αὑτοῦ σκηνήν Polyb.; τῆς πόλεως Plut.):γῆς ἀπαλλάττεσθαι πόδα Eur. — уходить из страны;πολλὸν ἀπαλλαγμένος τινός Her. — сильно отличающийся от кого-л.;κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπαλλαχθῆναι Thuc. — быть близким к здравому суждению2) отдалять, отводитьἀ. γῆς πρόσωπον Eur. — поднимать лицо от земли;
ἀ. σφαγῆς τινος χεῖρα Eur. — воздерживаться от убийства кого-л.3) откладывать в сторону(τὰ περιττὰ τῶν σκευῶν Xen.)
4) устранять, исключать5) освобождать, избавлять(τινὰ πόνων Aesch.; τέν πόλιν πολέμων καὴ κακῶν Plut.)
; med.-pass. освобождаться, избавляться(δουλουσύνης Her.; αἰσχύνης Thuc.; φόβου Xen.; τῆς ἀπορίας καὴ τῆς διαφορᾶς Plut.)
ἀπαλλάττεσθαι πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Plat. — прекращать взаимные обвинения6) исцелять(τινὰ τῆς ἀτεκνίας Plut.)
7) отпускать, отсылать(τοὺς πρέσβεις Thuc.; τὰς φρουράς Plut.)
8) выпускать(τὸν χρυσὸν χερός Eur.)
9) увольнять, смещать(τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
10) разводить(γυναῖκας ἀνδρῶν Plut.)
; med.-pass. разводиться(λέχους Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀνδρός и ἀπὸ γυναικός Plat.; ἀπαλλαγεὴς τῆς γυναικός Plut.)
11) переставать, прекращать, кончать(τὸν λόγον Eur.)
; pass. прекращаться, кончаться(τῆς νόσου ἀπαλλαγέντος Soph.)
12) pass. воздерживаться(μακρῶν λόγων Soph.)
ἀπαλλαχθεὴς ἄπει Soph. — кончай и уходи;εἰπὼν ἀπαλλάγηθι Plat. — скажи раз навсегда;τοῦτο μὲν δέ ἀπήλλακται Plat. — с этим, стало быть, покончено;ἀπιέναι καὴ ἀ. юр. Dem. (об — истце или кредиторе) объявлять себя удовлетворенным;13) приканчивать, умерщвлять(ἥ τοῦ φαρμάκου δύναμις ἀπήλλαξέ τινα Plut.)
ἀ. ἑαυτόν Plut. и ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν Polyb. — кончать самоубийством;med.-pass. — погибать, умирать (παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἀπηλλάγησαν Thuc.):κείνου ἀπηλλαχθέντος Eur. — когда он умер14) производить окончательный расчет, полностью удовлетворять(τοὺς χρηστάς Isae., Dem.; τοὺς δανείσαντας Dem.)
15) возвращаться(ἀπὸ Κλαζομενῶν Her.)
πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; Xen. — как прошло у него это путешествие?16) кончаться, оканчиватьсяοὕτως ἀπήλλαξε ὅ στόλος Her. — так закончился поход;
ἀπαλλάξαι καλῶς Polyb. — окончиться благополучно;ἀ. βίου Eur. — умирать;χαίροντα ἀ. Her. — оставаться безнаказанным -
4 εγκαθιστημι
(fut. ἐγκαταστήσω)1) ставить, размещать(φρουράς Isocr.; στρατιώτας Dem.; ἄνδρας Plut.)
2) назначать(ἡγεμόνα τινά Thuc.; φρουράρχους Plut.)
3) возвращать(τινὰ Μυκήνας πάλιν Eur.)
4) (в aor., pf. и ppf.) обосноваться, утвердиться(τύραννοι ἐγκαθεστᾶσιν Lys.)
τύραννον ἐᾶν τινα ἐγκαθεστάναι Thuc. — позволить кому-л. захватить самодержавную власть -
5 εξαγωγευς
- έως ὅ совершающий вывод, выводящий(τὰς φρουράς Diod.; οἱ βασιλεῖς, sc. τῶν μελιττῶν Arst.)
-
6 προκοιτος
I2несущий охрану впереди(π. τῆς φρουρᾶς κύων Plut.)
IIὅ караульный, часовой Polyb. -
7 φρουρα
ион. φρουρή ἥ [πρό + ὁράω]1) бдительностьὄμματος φ. Soph. — бдительное око
2) несение охраны, охрана(δόμων Eur.)
φρουρᾶς (sc. ἕνεκα) ᾄδειν Arph. — петь, чтобы не уснуть на посту, перен. не спать ночью, бодрствовать;φρουρὰν ἄζηλον ὀχεῖν Aesch. — находиться на незавидном посту, перен. влачить мучительное существование3) стража, гарнизон Her., Xen., Dem.ἐν τῇ νήσῳ φρουρὰν ἐγκαταλιπεῖν Thuc. — оставить на острове гарнизон;
στρατεῖαι καὴ φρουραί Luc. — полевая и гарнизонная служба4) ( в Спарте) экспедиционное войско5) тюрьма, темница Plat. -
8 αλλαγή
-
9 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
См. также в других словарях:
φρουρᾶς — φρουρά look out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουράς — φρουρά̱ς , φρουρά look out fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Νικήτας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γότθος ευγενής, που καταγόταν από την Π/Λέρα από τον Ίστρο περιοχή. Μαρτύρησε στη φωτιά, έπειτα από διαταγή του άρχοντα των Γότθων Αθανάριχου, επί εποχής του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
Cypriot National Guard — Εθνική Φρουρά Kıbrıs Ulusal Muhafızları Founded 06.1964 Leadership Commander in Chief … Wikipedia
βάρδια — η 1. φρουρά 2. μέλος της φρουράς, σκοπός 3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» φρουρώ, είμαι σκοπός 4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια») 5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που… … Dictionary of Greek
δομέστικος — Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών… … Dictionary of Greek
εξκουβίτωρ — ἐξκουβίτωρ και ἐξκουβιτάριος και ἐξκούβιτος, ο (Μ) μέλος τής φρουράς τών εξκουβίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. excubitor «μέλος τής φρουράς τού εξκουβίτου» βλ. λ.] … Dictionary of Greek
παλατίνος — I Ένας από τους 7 λόφους της αρχαίας Ρώμης, όπου βρίσκεται και το αρχαιότερο τμήμα της πόλης (Roma quadrata), τα όρια της οποίας χάραξε ο Ρωμύλος. Mέχρι την εποχή της Δημοκρατίας ο λόφος περιελάμβανε ιδιωτικές οικίες (Κικέρων, Κατιλίνας),… … Dictionary of Greek