-
1 τυλη
дор. τύλᾱ (ῠ, в Anth. ῡ) ἥ1) мозолистая спина ( у носильщиков) Arph.2) мягкая подкладка, подушка Diod., Arst., Diog.L., Anth. -
2 τετυλα
-
3 τυλα
-
4 επικλινω
1) наклонять, прислонятьσανίδες ἐπικεκλιμέναι Hom. — сомкнутые створки (ворот), т.е. запертые ворота;
κεραῖαι ἐπικεκλιμέναι Thuc. — наклонные балки2) запирать(τέν θύραν Arph.)
3) склонятьἐ. τὰ ὦτα Xen. — насторожить уши
4) скашивать, перекашивать(τὸ στόμα Arst.)
5) склоняться, наклоняться(πρός τι Dem., Plut. и ἐπί τι Plut.)
6) опираться(τοῖν χεροῖν Plat.)
7) pass. лежать (у чего-л.), прилегать (к чему-л.), граничить (с чем-л.)8) pass. возлежать (за столом), покоиться(τύλῃ Anth.)
См. также в других словарях:
τύλη — swelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλῃ — τύλη swelling fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο … Dictionary of Greek
τύλαι — τύλη swelling fem nom/voc pl τύλᾱͅ , τύλη swelling fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλαις — τύλη swelling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλην — τύλη swelling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλης — τύλη swelling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλάριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. τού τύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
τυλείον — τὸ, Α [τύλη] (υποκορ. τού τύλη) μικρό προσκέφαλο … Dictionary of Greek
τυλοειδής — ές, Α όμοιος με τύλη* ή με τύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη / τύλος + ειδής*] … Dictionary of Greek