Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τύλῃ

См. также в других словарях:

  • τύλη — swelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλῃ — τύλη swelling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • τύλαι — τύλη swelling fem nom/voc pl τύλᾱͅ , τύλη swelling fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλαις — τύλη swelling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλην — τύλη swelling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλης — τύλη swelling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυλάριον — τὸ, ΜΑ υποκορ. τού τύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… …   Dictionary of Greek

  • τυλείον — τὸ, Α [τύλη] (υποκορ. τού τύλη) μικρό προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • τυλοειδής — ές, Α όμοιος με τύλη* ή με τύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη / τύλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»