Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τρίποδες

См. также в других словарях:

  • τρίποδες — τρίπους three footed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TRIPUS — non unius olim generis. Fuere enim alii τρίποδες ἐμπυριβῆται, sive λέβητες λοετροχόοι, in quibus calefiebat aqua loturis, vel lebetes lavantibus aquam fundentes. Alii fuerunnt τρίποδες ἄπυροι, non sentientes ignem, qui ornatui solum templorum et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σταυρού (Ιθάκης) — Η μικρή συλλογή αρχαιολογικών ευρημάτων της βόρειας Ιθάκης στεγάζεται σε ένα κτίριο στο λόφο Πηλικάτα, που απέχει 600 μ. από τον Σταυρό. Στις έξι ξύλινες προθήκες της αίθουσας έχει τοποθετηθεί, με χρονολογική σειρά από αριστερά προς τα δεξιά,… …   Dictionary of Greek

  • ТРИПОДИСК —    • Τριποδίσκος или Τρίποδες          или Трипод, местечко на северо запад от Мегары, по дороге в Дельфы; родина Сусариона, основателя мегаро аттической комедии. Ныне развалины близ Dervi. Thuc. 4, 70. Paus. 1, 43, 7 …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛИСИКРАТ —    • Lysicrătes,          Λυσικράτης, афинский хороначальник, в честь которого был воздвигнут памятник, сохранившийся до настоящего времени, хотя и не вполне. Поставлен этот памятник по следующему обстоятельству. От каждой филы в трагические и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • άπυρος — η, ο (Α ἄπυρος, ον) [πυρ] 1. ο χωρίς φωτιά 2. άβραστος, άψητος αρχ. μσν. φρ. «ἄπυρον θεῑον» θειάφι φυσικό αρχ. 1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά …   Dictionary of Greek

  • εγγυθήκη — ἐγγυθήκη και ἐγγυοθήκη, η (Α) 1. κιβώτιο για φύλαξη πραγμάτων 2. υπόθεμα, βάση για αγγεία, τρίποδες κ.λπ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»