-
1 τράπεζα
τράπεζα η1) стол;2) монастырская трапезная, где обедают монашествующие и верующие;ΦΡ.κάνω τράπεζα — трапезничать, обедать -
2 τραπεζα
(ρᾰ) ἥ1) стол Hom., Arph., Xen. etc.τράπεζαν ἐπιπλέην ἀγαθῶν πάντων παραθεῖναί τινι Her. — поставить перед кем-л. стол, сплошь уставленный всевозможными изысканными яствами
2) перен. стол, питаниеτραπέζῃ καὴ κοίτῃ δέκεσθαί τινα Her. — давать кому-л. питание и помещение (досл. принимать кого-л. столом и ложем);
τ. βορᾶς Soph. — питание, еда;ζῆν εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν ἀποβλέπων Xen. — жить подачками с чужого стола;τράπεζαν Περσικέν παρατίθεσθαι Thuc. — держать у себя персидский стол3) кушанье, блюдо Eur., Xen.τραπέζῃ τινὴ δαινύναι τινα Her. — угощать кого-л. каким-либо блюдом;
αἱ δεύτεραι τράπεζαι Plut. — второе блюдо4) (тж. τ. τοῦ κολλυβιστου NT.) меняльный стол, меняльная лавкаἡ ἐργασία ἥ τῆς τραπέζης Dem. — профессия менялы;
οἱ ἐπὴ ταῖς τραπέζαις Isocr. — менялы5) таблица, скрижаль(τ. χαλκῆ Dem.)
6) могильная плита Plut.7) алтарь(τ. θυηδόχος Anth.)
-
3 τράπεζα
-
4 τράπεζα
ἡ τράπεζα ['четверонога'] стол (ср. трапеза; трапеция) (←*τετραπεδjα?) (ср. ὁ τρίπους, οδος) -
5 τράπεζα
{сущ., 15}стол, меняльный стол, меняльная лавка; перен. трапеза, пища.Ссылки: Мф. 15:27; 21:12; Мк. 7:28; 11:15; Лк. 16:21; 19:23; 22:21, 30; Ин. 2:15; Деян. 6:2; 16:34; Рим. 11:9; 1Кор. 10:21; Евр. 9:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τράπεζα
-
6 τράπεζα
{сущ., 15}стол, меняльный стол, меняльная лавка; перен. трапеза, пища.Ссылки: Мф. 15:27; 21:12; Мк. 7:28; 11:15; Лк. 16:21; 19:23; 22:21, 30; Ин. 2:15; Деян. 6:2; 16:34; Рим. 11:9; 1Кор. 10:21; Евр. 9:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τράπεζα
-
7 τράπεζα
стол, меняльный стол, меняльная лавка; перен. трапеза, пища.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τράπεζα
-
8 τράπεζα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τράπεζα
-
9 τράπεζα
-
10 τράπεζα
[трапэза] ουσ. В. стол, банк. чΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τράπεζα
-
11 τράπεζα
[трапэза] ουσ θ стол, банк. ч. -
12 Τράπεζα Αγία
Τράπεζα Αγία ηСвятой Престол – главная принадлежность алтаря христианского храма. В Православном храме – это четырехсторонний стол, стоящий посредине алтаря и служащий местом совершения евхаристии. В таинственном смысле Престол изображает небесное место селения Господа Вседержителя, а также гроб Христов, так как на нем возлежит Тело Христово. Поэтому прикасаться к престолу не дозволяется никοму, кроме священнослужителейЭтим.< τρά-πεδ-jα < τρα- + πεδ (< πους) «четыре ноги»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τράπεζα Αγία
-
13 Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
Κάλλιο λάχανα μ' ειρήνη, παρά ζάχαρη με γκρίνια– Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολίαИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία, παρά τράπεζα με μελαγχολία
-
14 ανερματιστος
21) ненагруженный, порожний(πλοῖα Plat.)
2) ненакрытый, пустой(τράπεζα Plut.)
3) перен. неустойчивый, шаткий(ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὴ ἀ. Plut.)
-
15 ανομος
21) беззаконный, противозаконный(μοναρχία Plat.; ἔργον Plut.)
2) нечестивый, преступный(θυσία Aesch.; τράπεζα, sc. τοῦ Ἀστυάγους Her.; βία Eur.; πολῖται Xen.)
3) ( о песне) не настоящийνόμος ἄ. Aesch. — песнь скорби
-
16 αφθονος
21) свободный от зависти, независтливый(ἀστοί Pind.; τύραννος Her.; ἄ. τε καὴ πρᾶος Plut.)
2) щедрый(δαίμων HH.; χείρ Pind., Eur.; λειμῶνες Plat.)
3) обильный, богатый(πάντα HH.; καρπός Hes.; βορά Pind.; χώρη Her.; τράπεζα Plut.)
ἐν ἀφθόνοις Xen., Dem., Plut. — в изобилии, в богатстве4) не возбуждающий зависти или недоброжелательства(ὄλβος Aesch.)
-
17 γαμηλιος
2 и 3свадебный, брачный(κοίτη Aesch.; εὐνή Eur.; τράπεζα Plut.)
γαμήλια λέκτρα γενέσθαι τινί Plut. — выйти замуж за кого-л.;γαμηλία Ἥρα Plut. (лат. Juno pronuba) — Гера, покровительствующая бракам;τὸ γαμήλιον διάγραμμα Plut. — брачный чертеж, т.е. прямоугольный треугольник, стороны которого находятся в соотношении 3:4:5 -
18 δελφινις
(τράπεζα Luc.)
-
19 ελεφαντοπους
-
20 ευλαιγξ
См. также в других словарях:
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)