Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

(τι+ἐν+ἀρχῇ+τῶν+νόμων

  • 1 φύσις

    φύσις [pron. full] [ῠ], , gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (
    A v.l. φύση) Pl.R. 410e, ([etym.] φύω):
    I origin,

    φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1

    (cf. Plu.2.1112a);

    φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c

    ;

    ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12

    ;

    φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16

    ; freq. of persons, birth,

    φύσει νεώτερος S.OC 1295

    , cf. Aj. 1301, etc.;

    φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134

    ; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;

    φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d

    ; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325

    ; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.
    2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,

    γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13

    .
    II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (

    οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33

    ): hence,
    1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)

    ἔδειξε Od.10.303

    ;

    φ. τῆς χώρης Hdt.2.5

    ;

    τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2

    , cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;

    τῆς τριχός X.Eq.5.5

    ; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,

    φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74

    ;

    αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134

    ;

    ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c

    ;

    ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11

    , etc.;

    ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28

    (Epist.Plotinae).
    2 outward form, appearance,

    μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38

    ; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;

    οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49

    (67);

    μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496

    ;

    τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε φράζε S.OT 740

    (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;

    τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071

    (troch.), cf. Nu. 503;

    τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75

    .
    3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;

    ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43

    ;

    φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7

    ;

    φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1

    .
    b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;

    ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5

    , al.;

    φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17

    .
    4 of the mind, one's nature, character,

    ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5

    ;

    εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874

    ; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;

    φ. φρενός E.Med. 103

    (anap.);

    ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76

    ;

    φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2

    ;

    ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168

    ; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;

    δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489

    ;

    ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441

    ;

    τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458

    (lyr.), cf. 1282 (lyr.);

    Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187

    ;

    ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19

    ; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;

    ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40

    ; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;

    τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18

    ;

    θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4

    : pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;

    οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c

    , cf. 375b, al.: prov.,

    ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a

    .
    b instinct in animals, etc., Democr.278;

    οὐκ ἐπιστήμῃ οὐδὲ τέχνῃ ἀλλὰ φύσει Herm.

    ap. Stob.1.41.6;

    ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1

    , cf. 12.1.
    5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;

    χθονὸς φ. A.Ag. 633

    ; esp. in Pl.,

    ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b

    ;

    ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b

    ; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;

    ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c

    ;

    ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d

    , al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.
    III the regular order of nature,

    τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176

    ;

    κατὰ φύσιν Pl.R. 444d

    , etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.);

    κατὰ φύσιν νόμος ὁ πάντων βασιλεύς Pi.Fr. 169

    (cf. Pl.Grg. 488b);

    κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112

    ; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;

    παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18

    ; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (

    ἐν φ. Hp.

    Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;

    φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275

    , cf. 279, al.;

    ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3

    ; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;

    φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2

    ; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;

    τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44

    Ai 32 (Vorsokr.5);

    ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15

    ;

    τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492

    ;

    οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c

    ;

    φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79

    , cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;

    φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44

    Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b;

    οὔτ' εὔλογον οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν D.2.26

    ;

    τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36

    .
    IV in Philosophy:
    1 nature as an originating power,

    φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16

    ;

    ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33

    ; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;

    ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8

    , cf. Mete. 381b5, etc.;

    φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123

    ;

    ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44

    ; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,

    χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469

    ;

    Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12

    ;

    ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14

    .
    2 elementary substance,

    κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c

    , cf. Arist.Fr.52 (defined as

    τὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3

    );

    τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33

    : pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;

    ἄτομοι φ.

    atoms,

    Democr.

    ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;

    ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83

    .
    3 concrete, the creation, 'Nature',

    ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910

    (anap.);

    περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c

    ; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;

    [σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a

    ;

    περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13

    (anap.); so later,

    ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1

    ;

    τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8

    ; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.
    4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.
    V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);

    ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c

    , cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.
    b of plants or material substances,

    φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49

    ;

    ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4

    .
    VI kind, sort, species,

    ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165

    (anap.);

    ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d

    ; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).
    VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)

    κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062

    , cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence,
    2 the characteristic of sex, = αἰδοῖον, Tab.Defix. 89a6 (iv B.C.), Nic.Fr.107, D.S.32.10, S.E.M.1.150, etc.: esp. of the female organ, Hp.Mul.2.143, Ant.Lib.41, Artem.5.63, PMag.Osl.1.83,324, Horap. 1.11: pl., τῶν δύοφ., of the testes, Sch.Ar.Lys.92, cf. PMag.Par.1.318.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύσις

  • 2 ὑπόθεσις

    ὑπόθεσις, εως, , ([etym.] ὑποτίθημι, ὑποτίθεμαι)
    A proposal, proposed action,

    τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13

    ;

    ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c

    ; intention, policy,

    πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136

    ;

    διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51

    ; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;

    περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90

    ;

    τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48

    ;

    ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28

    ;

    πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18

    ;

    ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46

    ; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;

    ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7

    ; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;

    τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1

    ;

    τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2

    ;

    τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5

    ;

    πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1

    , cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;

    Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4

    .
    2 suggestion, advice,

    ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7

    (iii B. C.);

    διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8

    , cf. 2.52.6, 4.24.2;

    κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5

    ; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.
    3 purpose,

    τῆς στρατηγίας ὑπόθεσιν τὴν τυραννίδα πεποιημένος Id.Tim.2

    ;

    λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31

    ;

    ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56

    ;

    ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15

    ;

    τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17

    ; [

    οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56

    .
    4 occasion, excuse, pretext,

    οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5

    ; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;

    ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.

    2.60;

    ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26

    ;

    μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18

    .
    5 actor's role,

    τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22

    ;

    ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38

    , cf. 41;

    τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39

    .
    6 function, occupation, station in life, [

    Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2

    ; [

    Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7

    ;

    τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7

    , cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.
    7 practical problem,

    κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4

    ;

    ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2

    .
    II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,

    κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63

    , cf. Gal.6.124;

    τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1

    ;

    τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242

    ;

    ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76

    ;

    ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63

    , cf. 12.161;

    μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77

    , cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;

    ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83

    ;

    περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35

    ;

    τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36

    , cf. Pl.Def. 415b;

    ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15

    ; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;

    πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53

    ; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.
    2 case at law, lawsuit,

    γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29

    (Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);

    τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18

    (iv A. D.).
    3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,

    ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18

    ; plot, story,

    μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62

    , cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.
    4 speech,

    αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1

    ; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)

    τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12

    ; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.
    b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.
    5 a kind of play or pantomime,

    μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e

    ; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,

    χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3

    .
    III supposition,

    ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b

    ; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;

    εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b

    , cf. 92d, Sph. 244c;

    πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32

    ; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;

    χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810

    ; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,

    ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25

    -6, cf. 41a25;

    δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25

    , cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.
    IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.

    ὑπόκειμαι 11.8

    ), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,

    περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8

    , cf. b30;

    τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10

    ; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)

    οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4

    (cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);

    ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299

    .
    2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;

    αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15

    ; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;

    ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4

    ;

    λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f

    , cf. 721d;

    ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9

    , cf. 11.
    b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,

    ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23

    ;

    ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17

    .
    3 starting-point,

    ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130

    ; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.
    4 raw material,

    τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35

    ;

    οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31

    .
    V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).
    VI placing under,

    πτύγματος Sor.1.70a

    ;

    προσκεφαλαίου Id.2.86

    .
    2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)

    ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b

    , cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;

    Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις

  • 3 τέλος

    τέλος, ους, τό (Hom.+)
    a point of time marking the end of a duration, end, termination, cessation (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130 §139 Jac. τέλος τ. Βίου Καίσαρος; TestAbr A 1 p. 78, 5 [Stone p. 4] τῆς ζωῆς; Maximus Tyr. 13, 9d ἀπιστίας) τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος Lk 1:33. μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων Hb 7:3. τὸ τέλος τοῦ καταργουμένου the end of the fading (splendor) 2 Cor 3:13. τέλος νόμου Χριστός Ro 10:4 (perh. 3 below). πάντων τὸ τέλος ἤγγικεν the end of all things is near 1 Pt 4:7. τὸ τ. Ἰερουσαλήμ GPt 7:25. τὸ τέλος κυρίου Js 5:11 is oft. (fr. Augustine to ABischoff, ZNW 7, 1906, 274–79) incorrectly taken to mean the end=the death (this is what τέλος means e.g. TestAbr A 4, p. 81, 14 [Stone p. 10]; Appian, Syr. 64 §342, Bell. Civ. 1, 107 §501; 3, 98 §408; Arrian, Anab. 3, 22, 2; 7, 24, 1) of the Lord Jesus (s. 3 below). τ̣ὸ̣ [τέλο]ς (or τ̣ε̣[λο]ς) τῶν φαινο[με]νων (Till’s rdg. of Ox 1081, 29f after the Coptic SJCh 90, 6, in place of τ̣ὸ̣ [φῶ]ς τῶν φαινο[μέ]νων) the end of the things that are apparent. τέλος ἔχειν have an end, be at an end (X., An. 6, 5, 2; Pla., Phdr. 241d, Rep. 3, 392c; Diod S 14, 18, 8; 16, 91, 2) Mk 3:26 (opp. στῆναι). The possibility of repenting ἔχει τέλος is at an end Hv 2, 2, 5. Of the consummation that comes to prophecies when they are fulfilled (Xenophon Eph. 5, 1, 13; Jos., Ant. 2, 73; 4, 125; 10, 35; SibOr 3, 211): revelations Hv 3, 3, 2. So perh. τὸ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει the references (in the Scriptures) to me are being fulfilled Lk 22:37; also prob. is my life’s work is at an end (cp. Diod S 20, 95, 1 τέλος ἔχειν of siege-machines, the construction of which entailed a great deal of hard work: be completed; Plut., Mor. 615e; Jos., Vi. 154).
    the last part of a process, close, conclusion, esp. of the last things, the final act in the cosmic drama (Sb 8422, 10 [7 B.C.] τοῦτο γάρ ἐστι τέλος; TestAbr A 13 p. 92, 19 [Stone p. 32] τῆς κρίσεως ἐκείνης τὸ τέλος; ApcEsdr 3:13 ἐγγύς ἐστιν τὸ τέλος; Iren., 1, 10, 3 [Harv. I 96, 8] περὶ τοῦ τ. καὶ τῶν μέλλόντων)
    Mt 24:6, 14; Mk 13:7; Lk 21:9; PtK 2 p. 13, 22. Perh. 1 Cor 15:24, if ἔσται is to be supplied w. εἶτα τὸ τέλος then the end will come (so JHéring, RHPR 12, ’33, 300–320; s. below, bα and 4). ἔχει τέλος the end is here Hv 3, 8, 9. On τὰ τέλη τῶν αἰώνων 1 Cor 10:11 s. αἰών 2b and 5 below; also MBogle, ET 67, ’56, 246f: τ.=‘mystery’.—PVolz, D. Eschatologie d. jüd. Gemeinde im ntl. Zeitalter ’34; Bousset, Rel.3 202–301; EHaupt, Die eschatol. Aussagen Jesu in den synopt. Evangelien 1895; HSharman, The Teaching of Jesus about the Future acc. to the Synopt. Gospels 1909; FSpitta, Die grosse eschatol. Rede Jesu: StKr 82, 1909, 348–401; EvDobschütz, The Eschatology of the Gospels 1910, Zur Eschatol. der Ev.: StKr 84, 1911, 1–20; PCorssen, Das apokalypt. Flugblatt in der synopt. überl.: Wochenschr. für klass. Philol. 32, 1915, nos. 30f; 33f; DVölter, Die eschat. Rede Jesu: SchTZ 32, 1915, 180–202; KWeiss (s. τελέω 1); JWeiss, Das Urchristent. 1917, 60–98; JJeremias, Jesus als Weltvollender 1930; WKümmel, Die Eschatologie der Ev.: ThBl 15, ’36, 225–41, Verheissg. u. Erfüllg. ’45; CCadoux, The Historic Mission of Jesus ’41 (eschat. of the synoptics); HPreisker, Das Ethos des Urchristentums ’49; AStrobel, Untersuchungen zum eschat. Verzögerungsproblem, ’61. Billerb. IV 799–976. S. also ἀνάστασις 2b, end.—In contrast to ἀρχή: B 1:6ab; IEph 14:1ab; IMg 13:1. Of God Rv 1:8 v.l.; 21:6; 22:13 (Ar. 4, 2; Just., D. 7, 2; Mel., P. 105, 113f; s. also ἀρχή 2).
    adverbial expressions
    α. adv. acc. τὸ τέλος finally (Pla. et al.; BGU 1024 VII, 23; B-D-F §160; s. Rob. 486–88; Theoph. Ant. 1, 14 [p. 92, 8].—The customary use in this case is τέλος without the art.: ViAm 1 [p. 81, 11 Sch.]) 1 Pt 3:8. εἶτα τὸ τέλος 1 Cor 15:24 is classed here by Hofmann2; FBurkitt, JTS 17, 1916, 384f; KBarth, Die Auferstehung der Toten2 1926, 96 (s. 2a above and 4 below).
    β. to the end, to the last: ἄχρι τέλους Hb 6:11; Rv 2:26; ἕως τέλους (Da 6:27 Theod.; JosAs 12:3) 1 Cor 1:8; 2 Cor 1:13 (here, too, it means to the end=until the parousia [Windisch, Sickenberger, NRSV] rather than ‘fully’ [Ltzm., Hdb.; RSV ’46]); Hs 9, 27, 3; μέχρι τέλους (Phocylides [VI B.C.] 17 Diehl3 ἐξ ἀρχῆς μέχρι τέλους; Chariton 4, 7, 8; Appian, Mithrid. 112 §550; Polyaenus 4, 6, 11; POxy 416, 3; PTebt 420, 18; Wsd 16:5; 19:1; Jos., Vi. 406) Hb 3:6 v.l., 14; Dg 10:7. S. also εἰς τέλος (γ below).
    γ. εἰς τέλος in the end, finally (Hdt. 3, 40 et al.; PTebt 38, 11 [113 B.C.]; 49, 12; Gen 46:4; GrBar 13:2; Ps.-Clem., Hom. 18, 2) Lk 18:5. σωθῆναι 2 Cl 19:3.—To the end, until the end (Epict. 1, 7, 17; Jos., Ant. 19, 96; JosAs 23:5) Mt 10:22; 24:13; Mk 13:13; IEph 14:2; IRo 10:3.—Forever, through all eternity (Dionys. Hal. 13, 88, 3; Ps 9:19; 76:9; 1 Ch 28:9; Da 3:34) ἔφθασεν ἐπʼ αὐτοὺς ἡ ὀργὴ εἰς τέλος 1 Th 2:16 (s. also below and cp. TestLevi 6:11, concerning which there is a variety of opinion). εἰς τέλος ἀπολέσαι τὴν ζωήν lose one’s life forever Hs 8, 8, 5b.—Decisively, extremely, fully, altogether (Polyb. 1, 20, 7; 10; 12, 27, 3 and oft.; Diod S 18, 57, 1 ταπεινωθέντες εἰς τ.=ruined utterly; Lucian, Philop. 14; Appian, Bell. Mithr. 44 §174; OGI 90, 12 [II B.C.]; PTebt 38, 11 [II B.C.]; 49, 11; 793 [s. οὖς 1]; Josh 8:24; 2 Ch 12:12; Ps 73:1; Job 6:9; PsSol 1:1; TestAbr A 13 p. 92, 23 [Stone p. 32]; ApcMos 19; Jos., Vi. 24; Just., A I, 44, 12; Diodorus on Ps 51:7: MPG 33, 1589b εἰς τέλος τουτέστι παντελῶς) 1 Th 2:16 ( forever is also prob.; s. above); B 4:7; 10:5; 19:11. ἱλαρὰ εἰς τέλος ἦν she was quite cheerful Hv 3, 10, 5. Cp. 3, 7, 2; m 12, 2, 3; Hs 6, 2, 3; 8, 6, 4; 8, 8, 2; 5a; 8, 9, 3; 9, 14, 2.—For εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς J 13:1 s. εἰς 3.
    δ. ἐν τέλει at the end (opp. πρὸ αἰώνων) IMg 6:1.
    the goal toward which a movement is being directed, end, goal, outcome (Dio Chrys. 67 [17], 3; Epict. 1, 30, 4; 3, 24, 7; Maximus Tyr. 20, 3b; Jos., Ant. 9, 73; TestAsh 1:3; ἡ θεία παίδευσις καὶ εἰσαγωγὴν ἔχει καὶ προκοπὴν καὶ τ. Did., Gen. 69, 9) Mt 26:58. τὸ τέλος κυρίου the outcome which the Lord brought about in the case of Job’s trials Js 5:11 (Diod S 20, 13, 3 τὸ δαιμόνιον τοῖς ὑπερηφάνως διαλογιζομένοις τὸ τέλος τῶν κατελπισθέντων εἰς τοὐναντίον μετατίθησιν=the divinity, in the case of the arrogant, turns the outcome of what they hoped for to the opposite.—On Js 5:11 s. 1 above). τὸ τέλος τῆς παραγγελίας ἐστὶν ἀγάπη the instruction has love as its aim 1 Ti 1:5 (Ἐπίκουρος … λέγων τὸ τ. τῆς σοφίας εἶναι ἡδονήν Hippol., Ref. 1, 22, 4. τ.=‘goal’ or ‘purpose’: Epict. 1, 20, 15; 4, 8, 12; Diog. L. 2, 87; Just., D. 2, 6). Perh. this is the place for Ro 10:4, in the sense that Christ is the goal and the termination of the law at the same time, somewhat in the sense of Gal 3:24f (schol. on Pla., Leg. 625d τέλος τῶν νόμων=goal of the laws; Plut., Mor. 780e δίκη … νόμου τέλος ἐστί; FFlückiger, TZ 11, ’55, 153–57; difft. RJewett, Int 39, ’85, 341–56, Christ as goal but without repudiation of the law; cp. SBechtler, CBQ 56, ’94, 288–308); s. 1.—Esp. also of the final goal toward which pers. and things are striving, of the outcome or destiny which awaits them in accordance w. their nature (TestAsh 6:4; Philo, Exs. 162, Virt. 182; Just., A II, 3, 7; Ath., R. 24 p. 77, 19; Aelian, VH 3, 43; Alciphron 4, 7, 8; Procop. Soph., Ep. 154; τὸ τ. ὁρόμου Orig., C. Cels. 7, 52, 6) τὸ τέλος ἐκείνων θάνατος … τὸ τέλος ζωὴν αἰώνιον Ro 6:21f. Cp. 2 Cor 11:15; Phil 3:19 (HKoester, NTS 8, ’61/62, 325f): perh. a play on a mystery term; 1 Pt 4:17 (cp. 2 Macc 7:30–38); Hb 6:8. κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως 1 Pt 1:9. τέλος τὰ πράγματα ἔχει all things have a goal or final destiny (i.e. death or life) IMg 5:1 (τέλος ἔχειν as Plut., Mor. 382e; Polyaenus 4, 2, 11 τέλος οὐκ ἔσχεν ἡ πρᾶξις=did not reach its goal; Jos., C. Ap. 2, 181, Ant. 17, 185.—Ael. Aristid. 52 p. 597 D.: τὸ τέλος πάντων πραγμάτων). εἰς τέλος εἶναι be at = reach the goal IRo 1:1 (εἰς for ἐν; s. εἰς 1aδ).
    last in a series, rest, remainder (Aristot. De Gen. Anim. 1, 18 p. 725b, 8; Is 19:15. Of a military formation Arrian, Tact. 10, 5; 18, 4), if τὸ τέλος 1 Cor 15:24 is to be taken, w. JWeiss and Ltzm., of a third and last group (τάγμα 1b; s. 2a and 2bα above).
    revenue obligation, (indirect) tax, toll-tax, customs duties (X., Pla. et al.; ins, pap; 1 Macc 10:31; 11:35; Jos., Ant. 12, 141) ἀποδιδόναι τὸ τέλος Ro 13:7b; cp. a (w. φόρος as Appian, Sicil. 2, 6, Bell. Civ. 2, 13 §47; Vi. Aesopi W 92; Ps.-Clem., Hom. 10, 22. Pl. w. εἰσφοραί Theoph. Ant. 1, 10 [p. 80, 19]). λαμβάνειν τέλη ἀπό τινος Mt 17:25 (w. κῆνσος; Just., A I, 27, 2).—τὰ τέλη τ. αἰώνων 1 Cor 10:11 is transl. the (spiritual) revenues of the ages by ASouter (Pocket Lex. of the NT 1916, s.v. τέλος) and PMacpherson, ET 55, ’43/44, 222 (s. 2a above).—GDelling, TW VIII, 50–88: τέλος and related words, also ZNW 55, ’64, 26–42=Studien zum NT, ’70, 17–31.—B. 802; 979. Schmidt, Syn. IV 496–523. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τέλος

См. также в других словарях:

  • αντιστοιχίας, αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της κβαντομηχανικής που ισχύουν για μικροσκοπικά συστήματα μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα όταν δοκιμαστούν σε συστήματα μεγάλων διαστάσεων, όπως ακριβώς οι νόμοι της κλασικής μηχανικής περιγράφουν… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»