-
1 καταλεγω
I(fut. καταλέξω, aor. κατέλεξα, pf. κατείλοχα; pass.: aor. 1 κατελεχθην, aor. 2 κατελέγην) тж. med.1) выбирать, избиратьκ. τῶν ἀστῶν Her. — выбирать из среды граждан;
κ. τῶν χρησμῶν Her. — выбирать из числа прорицаний2) перебирать по порядку, излагать, рассказывать(πᾶσαν ἀληθείην Hom.; τῶν Σκυθέων τέν ἀπορίαν Her.)
ἀτρεκέως κατάλεξον Hom. — правдиво расскажи (мне);τούτων τῶν καταλεχθέντων γίνεται ὅ Ἴστρος Her. — из (слияния) этих перечисленных (рек) рождается Истр3) называть, перечислять(βασιλέων οὐνόματα Her.)
4) произносить вслух, читать, декламировать(τετράμετρα Xen.)
5) вносить (в списки), записывать(εἰς κατάλογον Lys.)
κ. τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποφορεῖν Xen. — внести самых богатых (граждан) в списки поставщиков лошадей6) причислять, зачислять, включать(τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς Diod.; τινὰ τῶν τριηραρχῶν Isae.)
7) производить набор, набирать(ὁπλίτας Thuc.; στρατιώτας Arph.; στρατιάν Plat.)
στρατεύεσθαι καταλέγεσθαι Plat. — быть призванным в войска;κατελέγην στρατιώτης Lys. — я был зачислен солдатом8) считать, полагать(τινὰ πλούσιον Plat.)
II(только med.: fut. καταλέξομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατελέξατο, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέλεκτο, part. καταλέγμενος, inf. pf. καταλέχθαι)1) ложиться спать(ἔνθ΄ ὅ γέρων κατέλεκτο Hom.)
2) спать(εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Hom.)
См. также в других словарях:
τετράμετρα — τετράμετρος consisting of four metres neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek
Ηρακλής μαινόμενος — Τραγωδία του Ευριπίδη. Χρονολογείται κατά προσέγγιση μεταξύ 421 και 415 π.Χ. Είναι το πρώτο από τα έργα που σώζονται και περιέχουν τροχαϊκά τετράμετρα, χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ο Λύκος από την … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek