-
1 ταμιη
-
2 γυνη
γῠναικός ἥ (pl. γυναῖκες, dat. γυναιξί(ν) Theocr. γύναικες и γύναιζιν)1) женщина(ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες Hom.; ἄνδρες καὴ γυναῖκες Arst.)
; часто описат.γ. ταμίη Hom. = ταμίη;
δμῳαὴ γυναῖκες Hom. = δμῳαί2) смертная женщина, т.е. человек(γ. εἰκυῖα θεῇσιν Hom.)
3) замужняя женщина, жена, супруга(γ. αἰδοίη Ὀδυσῆος Hom.; γυναῖκες καὴ παρθένοι Xen.; γ. μήτηρ, οὐκέτι κώρα Theocr.; γ. δὲ χρηστέ πηδάλιόν ἐστ΄ οἰκίας Men.)
θέσθαι γυναῖκά τινα Hom. — взять кого-л. в жены4) самка(ἄρρενες καὴ γυναῖκες Arst.)
-
3 αμφιπολος
I21) прислуживающий(ταμίη Hom.)
2) часто посещаемый(τύμβος Pind.)
IIὅ и ἥ1) слуга, служанка Hom., Eur.2) жрец, жрица(θεας Eur.; Ἄρεος Plut.)
3) посредница ( эпитет Киприды) Soph. -
4 ημι
(только praes., 1 л. sing. impf. ἦν и 3 л. sing. impf. ἦ)( вводно) говорить, сказать
παῖ, ἠμί, παῖ! Arph. — мальчик, (тебе) говорю, мальчик!;ἦ καὴ ἐπὴ κώπῃ σχέθε χεῖρα Hom. — сказал (Ахилл) и положил руку на рукоять (меча);ἦ ῥα γυνέ ταμίη Hom. — (так) сказала ключница;ἔστιν ἄρ΄, ἦ δ΄ ὅς … Plat. — имеются, ведь, сказал он (Сократ), …;ὥσπερ τί ; ἦν δ΄ ἐγώ Plat. — как что (например)?, сказал (спросил) я;ἀλλὰ περιμενοῦμεν, ἦ δ΄ ὃς ὅ Γλαύκων Plat. — что же, подождем, сказав он, Главк-то -
5 οτρηρος
-
6 ταμια
См. также в других словарях:
ταμίη — ἡ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ταμία … Dictionary of Greek
ταμίη — τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (epic ionic) ταμία housekeeper fem nom/voc sg (epic ionic) ταμίας masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] … Dictionary of Greek
ημί — ἠμί (Α) 1. (το α εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτι αλλιώς μόνο στο γ εν. ήσι) λέγω 2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή … Dictionary of Greek