-
1 αμφιβωμιος
-
2 ενδικος
21) справедливый, законный, правильный, заслуженный(χάρις Pind.; ὄνειδος Aesch.; σφαγαί Soph.)
τὰ πάντων ἔχειν ἐνδικώτατα Soph. — иметь величайшее право (на что-л.);ἔπραξεν ἔνδικα Eur. — он понес заслуженное наказание;τὸ μέ ἔνδικον Soph. — несправедливость2) справедливый, соблюдающий законы, праведный(πόλις Plat.)
οὔποτε προέξουσι οἱ κακοὴ τῶν ἐνδίκων Soph. — преступники никогда не будут иметь преимущества над честными людьми -
3 καιριος
3 и 21) своевременный, удобный, подходящий(σπουδή Soph.; βουλή Eur.; συμμετρία Plut.)
φροντίζων εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Her. — поразмыслив, (Кир) нашел наиболее целесообразным (сделать) следующее;κ. ἦλθες Eur. — ты приходишь кстати;καιρίαν ὁρῶ Ἰοκάστην Soph. — а вот как раз идет Иокаста2) жизненно важный(τόποι τοῦ σώματος Plut.)
3) нанесенный в жизненно важный центр, т.е. смертельный(πληγή Hom., Arst., Plut.; σφαγαί Eur.; καταφορά Polyb.)
4) преходящий, мимолетный(κάλλος τε καὴ ἔρως Anth.)
-
4 καρατομος
-
5 προβωμιος
См. также в других словарях:
σφαγαί — σφαγή slaughter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγᾶι — σφαγᾷ , σφαγή slaughter fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… … Dictionary of Greek