-
1 ξυστασις
- εως, дор. ιος ἥ1) составление(τῶν ῥήσεων Plat.)
ἥ σ. τῆς ἐπιβουλῆς Polyb. — составление плана2) сочетание, расположение(τῶν πραγμάτων Arst.)
3) состояниеξ. τῶν φρενῶν Eur. — душевное настроение
4) развитие, укрепление(αἱ συστάσεις τῶν σωμάτων Plat.)
5) строительство, постройкаλιθολόγοι τινὸς ἀρχόμενοι συστάσεως Plat. — каменщики, приступающие к какой-л. постройке
6) организация, устройство (sc. τῆς πόλεως Plat.)σ. τοῦ κόσμου Plat. и ἥ τῶν ὅλων σ. Diod. — мироздание;
ἥ τῆς ψυχῆς σ. Plat. — душевная организация7) склад, характер или выражениеπροσώπου σ. Plut. — выражение лица
8) ( в драме) стечение обстоятельств, ситуация Arst.9) представление, рекомендацияπατρικέν ἔχειν σύστασιν Plut. — иметь рекомендацию отца;
τῷ Θεμιστοκλεῖ ἥ πρὸς τὸν βασιλέα σ. ἐγένετο Plut. — Фемистокл был представлен царю10) столкновение, стычка, бой Plat., Plut.ἐν τῇ συστάσι μάχεσθαι Her. — участвовать в сражении;
ξύστασιν τῆς γνώμης ἔχειν Thuc. — претерпевать душевную борьбу, быть в душевном смятении11) составἐξ ὕλης σύστασιν ἔχειν Plut. — иметь материальный состав, обладать материальной природой
12) возникновение, образование(συστάσεις πνευμάτων Diod.)
ὅ Εὐφράτης τέν ἀρχέν λαμβάνει τῆς συστάσεως ἐξ Ἀρμενίας Diod. — Эвфрат берет начало в Армении13) соединение, сочетание(ἀμφοτέρων λόγων Plat.)
αἱ συστάσεις τῶν ὑδάτων Diod. — водоемы14) сборище, группа, толпа(πυκναὴ συστάσεις Eur.)
κατὰ ξυστάσεις γενέσθαι Thuc. — разбиться на группы15) политический союз(ἐθνικαὴ συστάσεις Polyb.)
16) дружественная связь, дружба(πρός τινα Plut.)
17) тайный союз, заговор или восстание(ἐπί τινα Plut.)
18) сгущение, уплотнение, отвердение(ὑγρότητος Plut.)
19) твердость, плотность(πῆξις καὴ σ. Plut.)
20) вещество, материя(ἥ ὑγρὰ σ. Arst.)
-
2 συστασις
- εως, дор. ιος ἥ1) составление(τῶν ῥήσεων Plat.)
ἥ σ. τῆς ἐπιβουλῆς Polyb. — составление плана2) сочетание, расположение(τῶν πραγμάτων Arst.)
3) состояниеξ. τῶν φρενῶν Eur. — душевное настроение
4) развитие, укрепление(αἱ συστάσεις τῶν σωμάτων Plat.)
5) строительство, постройкаλιθολόγοι τινὸς ἀρχόμενοι συστάσεως Plat. — каменщики, приступающие к какой-л. постройке
6) организация, устройство (sc. τῆς πόλεως Plat.)σ. τοῦ κόσμου Plat. и ἥ τῶν ὅλων σ. Diod. — мироздание;
ἥ τῆς ψυχῆς σ. Plat. — душевная организация7) склад, характер или выражениеπροσώπου σ. Plut. — выражение лица
8) ( в драме) стечение обстоятельств, ситуация Arst.9) представление, рекомендацияπατρικέν ἔχειν σύστασιν Plut. — иметь рекомендацию отца;
τῷ Θεμιστοκλεῖ ἥ πρὸς τὸν βασιλέα σ. ἐγένετο Plut. — Фемистокл был представлен царю10) столкновение, стычка, бой Plat., Plut.ἐν τῇ συστάσι μάχεσθαι Her. — участвовать в сражении;
ξύστασιν τῆς γνώμης ἔχειν Thuc. — претерпевать душевную борьбу, быть в душевном смятении11) составἐξ ὕλης σύστασιν ἔχειν Plut. — иметь материальный состав, обладать материальной природой
12) возникновение, образование(συστάσεις πνευμάτων Diod.)
ὅ Εὐφράτης τέν ἀρχέν λαμβάνει τῆς συστάσεως ἐξ Ἀρμενίας Diod. — Эвфрат берет начало в Армении13) соединение, сочетание(ἀμφοτέρων λόγων Plat.)
αἱ συστάσεις τῶν ὑδάτων Diod. — водоемы14) сборище, группа, толпа(πυκναὴ συστάσεις Eur.)
κατὰ ξυστάσεις γενέσθαι Thuc. — разбиться на группы15) политический союз(ἐθνικαὴ συστάσεις Polyb.)
16) дружественная связь, дружба(πρός τινα Plut.)
17) тайный союз, заговор или восстание(ἐπί τινα Plut.)
18) сгущение, уплотнение, отвердение(ὑγρότητος Plut.)
19) твердость, плотность(πῆξις καὴ σ. Plut.)
20) вещество, материя(ἥ ὑγρὰ σ. Arst.)
-
3 αργιλωδης
-
4 διακρινω
1) разделять, разводить(εἰ μέ νὺξ διακρινέει μένος ἀνδρῶν Hom.; διακριθῆναι ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.; νυκτὸς ἥ μάχη διεκρίθη Plut.)
2) разделять на составные части, разлагать(τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὴ συγκρίνεσθαι Plat.)
εἰς τὸ διακριθῆναι ἀνάγκη ἅπασιν ἐλθεῖν Arst. — все с необходимостью приходит к (своему) распаду3) разделять пополам, расчесывать на пробор(κόμη διακεκριμένη Plut.)
4) разбирать, различать5) тж. med. различать, отличать(τί τινος и τι καί τι Plat.)
οὐδένα διακρίνων Her. — никого не различая, т.е. всех без разбора6) решать, определять(τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.)
ταῦτα οὐκ ἔχω διακρῖναι Her. — этого я решить не в состоянии;διακρῖναι ποῖον ἀντὴ ποἱου αἱρετέον Arst. — определить, что чему предпочесть7) тж. med. разбирать, решать(δίκας Plat.; med. νεῖκος Hes., τὸ νῦν ζητούμενον Plat.)
ὅπλοις (Ἄρηϊ Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. — решить свой спор оружием или путем переговоров;μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. — померяться в бою силами с кем-л.8) med. колебаться, сомневатьсяμηδὲν διακρινόμενος NT. — нисколько не колеблясь («ничтоже сумняшеся»)
-
5 εθνικος
I31) племенной, народный(συστάσεις Polyb.; χρεῖαι Diod.)
2) языческий NT.IIὅ (лат. gentilis) язычник NT. -
6 επικρεμαμαι
[pass. к ἐπικρεμάννυμι См. επικρεμαννυμι]1) висеть (над чем-л.), нависать(ὕπερθεν πέτρη ἐπικρέμαται HH.; αἱ ἐπικρεμάμεναι συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.)
ἐ. τῇ ἀγορᾷ Plut. — возвышаться над площадью2) перен. нависать, угрожать(ἐπικρεμάμενος κίνδυνος Thuc., Plut.; ἐπικρέμαται θάνατος Plut.)
τιμωρία ἐπικρέμαται Thuc. — угрожает (предстоит) наказание -
7 σύσταση
[-ις (-εως)] η1) адрес;δεν ξέρω τη σύστασή σου — я не знаю твоего адреса;
2) рекомендация (тж. характеристика), представление;δίχως σύστάσεις δεν δέχονται — без рекомендации не принимают на работу;
3) состав; строение, структура;η σύσταση τούΰδατος — состав воды;
η σύσταση τήςΰλης — строение материи;
η σύσταση εδάφους — характер местности;
4) создание, образование, учреждение;η σύσταση επιτροπής — создание комиссии;
σύσταση εταιρείας — учреждение (торговой) компании;
5) совет, рекомендация, указание;6) заговор, сговор; 7) воен. общий сбор;§ επιστολή επί σύστάσει — заказное письмо
См. также в других словарях:
συστάσεις — σύστασις bringing together fem nom/voc pl (attic epic) σύστασις bringing together fem nom/acc pl (attic) συστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric) συστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek
Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
σύσταση — η 1. φυσική σύνθεση, υφή: Αναλύθηκε η σύσταση αυτού του σώματος. 2. συγκρότηση, ίδρυση: Αποφάσισαν τη σύσταση νέας εταιρείας. 3. συμβουλή: Συνεχώς μου κάνει συστάσεις. 4. παρουσίαση κάποιου νέου προσώπου: Δε νομίζω πως χρειάζονται συστάσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek