-
1 ανασπαω
поэт. ἀνσπάω1) тянуть наверх, вытягивать, вытаскивать(σπυρίδα Her.; ὕδωρ Thuc.; ἀγκύρας Polyb.)
2) выдергивать, извлекать(βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her.; med. ἔγχος ἐκ χροός Hom.)
3) вытаскивать на берег(τὰς τριήρεις Thuc.)
4) втягивать, всасывать, впитывать(αἷμα Aesch.; ποτόν Arst.)
5) взламывать, ломать, разрушать(σκηνήν Her., Plut.; τύμβους Eur.; πυλίδας Polyb.)
ἀ. τὰς πράξεις τινός Plut. — расстраивать чьи-л. дела6) стаскивать, срывать7) утаскивать, уносить(τὸν τρίποδα τὸν μαντικόν Plut.)
; силой уводить(τινα Luc.)
8) отдергивать назад(τέν χεῖρα Arph.)
9) (высоко) подниматьἀ. τὰς ὀφρῦς Arph., Dem., τὸ πρόσωπον Xen. или τὰ μέτωπα Arph. — поднимать брови, морщить лоб;
λόγος ὀφρῦν ἀνασπῶν Plut. — грозная речь
См. также в других словарях:
σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… … Dictionary of Greek
σπυρίδα — σπυρίς large basket fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
порка — 1) черпак, большой ковш , 2) сосуд из бересты , арханг., олонецк. (Даль). Абсолютно гадательно предположение о родстве с лат. sporta корзина (вопреки Ильинскому, Slavia , 9, 585), которое гораздо лучше объясняется как заимств. через этрусск. из… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οψώνα — ὀψῶνα (Α) [όψον] (κατά τον Ησύχ.) «τὴν πρὸς τὸ ὀψωνεῑν σπυρίδα» … Dictionary of Greek
σπυρίχνιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα ίχνιον (πρβλ. κυλ ίχνιον, πολ ίχνιον)] … Dictionary of Greek
σπυριδάλιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. (αλ)ιον (πρβλ. πηδ άλιον)] … Dictionary of Greek
σπυριδών — I Επίσκοπος Τριμυθούντας, άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και προερχόταν από οικογένεια βοσκών. Αν και μορφωμένος, ακολούθησε και ο ίδιος το επάγγελμα των γονιών του. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, στράφηκε στον… … Dictionary of Greek
sper-3 — sper 3 English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: “drehen, winden” Material: Gk. σπεῖρα f. “ convolution, Spirale, all Geflochtene (e.g. of net, rope, hawser)”, σπειράω “coil, wickle”, σπείρᾱμα “ convolution, diaper “;… … Proto-Indo-European etymological dictionary