-
1 κομψος
31) щегольской, нарядный(χλανίσκια Aeschin.)
2) изысканный, обходительный, приятный(ἐν συνουσίᾳ Arph.)
3) остроумный, тонкий(ἀνήρ, μηχανή Plat.)
4) ловкий, хитрый(σοφίσματα Eur.; νόημα, πρᾶγμα Arph.; ἐχθρός Plut.)
5) талантливый, искусный(περὴ μουσικήν Plat.; ἰατρός Arst.)
6) изящный, красивый(πόδες Arst.)
7) здоровый, бодрыйκομψότερον ἔσχε NT. — (больному) стало лучше - см. тж. κομψόν
-
2 σοφισμα
1) мастерство, умение, искусство Xen.ἀριθμός, ἔξοχος σοφισμάτων Aesch. — счисление, важнейшее из искусств
2) уловка, затея, выдумка, прием, способ(σοφίσματα καὴ μηχαναί Her.)
σ., ὅτῳ τῆς πημονῆς ἀπαλλαγῶ Aesch. — средство, которым я мог бы спасти себя от беды;τὸ σ. τὸ τοῦ δρεπάνου πρὸς τῇ λόγχῃ Plat. — мысль приделать серп к копью;δίκην δοῦναι σοφισμάτων κακῶν Eur. — поплатиться за преступные замыслы3) лог. хитрая уловка, ложное умозаключение, софизм Plat., Dem.σ. ἔσται, οὔκ ἀπόδειξις Arst. — это будет софизм, а не доказательство
-
3 σοφισματιον
См. также в других словарях:
σοφίσματα — σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσμαθ' — σοφίσματα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl σοφίσματι , σόφισμα acquired skill neut dat sg σοφίσματε , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματ' — σοφίσματα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl σοφίσματι , σόφισμα acquired skill neut dat sg σοφίσματε , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοφίζομαι — (AM) 1. εξαπατώ 2. ψεύδομαι, νοθεύω 3. παθ. νικιέμαι με σοφίσματα 4. φρ. «κατασοφίζεσθαί τι περί τινων» αποφεύγω με σοφίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφίζομαι «εξαπατώ με σοφίσματα»] … Dictionary of Greek
κατασοφιστεύω — (Α) αγωνίζομαι με σοφίσματα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφιστεύω «ομιλώ με σοφίσματα»] … Dictionary of Greek
σοφισματώδης — ῶδες, Α [σόφισμα, ίσματος] (για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα … Dictionary of Greek
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года Бухарест 19 января … Википедия
ακατασόφιστος — ἀκατασόφιστος, ον (Α) [κατασοφίζομαι] αυτός που δεν νικιέται με σοφίσματα (Απολλ. Τυαν. 44) … Dictionary of Greek
αποδημαγωγώ — ἀποδημαγωγῶ ( έω) (Α) παραπλανώ με δημαγωγικά σοφίσματα … Dictionary of Greek
ασόφιστος — ἀσόφιστος, η, ον (Α) [σοφίζομαι] αυτός που δεν μπορεί να εξαπατηθεί με σοφίσματα … Dictionary of Greek