Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(προκαλύμματα

См. также в других словарях:

  • προκαλύμματα — προκάλυμμα anything put before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατακάλυπτος — η, ο (Α ἀκατακάλυπτος, ον) [κατακαλύπτω] αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου νεοελλ. 1. τελείως ακάλυπτος, φανερός 2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα αρχ. 1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για… …   Dictionary of Greek

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • προκάλυμμα — ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω] 1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη 2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.) νεοελλ. στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»