-
1 πλοίου
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πλοίου
-
2 ανατροπη
ἥ1) опрокидывание, крушение(πλοίου Arst.)
2) разрушение, уничтожение(δωμάτων Aesch.; οἴκων Plat.; μεγίστων πραγμάτων Plut.)
κριοὴ πρὸς ἀνατροπέν τειχῶν Diod. — стеноломные тараны -
3 εδαφος
- εος τό1) основание, дно(νηός Hom., Plut. и πλοίου Dem.; ποταμοῦ Xen.; θαλάσσης Arst.)
ἐχθρὸς τῷ ἐδάφει Dem. — смертельный враг2) земля, почваεἰς τὸ ἔ. καθαιρεῖν или κατασκάπτειν Thuc. и καταβάλλειν Plut. — сравнивать с землей, срывать до основания3) pl. земельные владения Isae.; территория(τῆς πατρίδος Aeschin.; τῆς πόλεως Dem.)
4) пол(τοῦ οἴκου Her.; ὀρχήστρας Arst.)
-
4 εκθεσις
- εως ἥ1) выставление, показ(ἀργυρωμάτων καὴ στρωμάτων Diod.)
2) (sc. ἐκ τοῦ πλοίου) высадка на берег Arst.3) оставление, подкидывание(τέκνου Her., Eur., Plut.)
4) лог. отбрасывание, абстракцияἔκθεσιν λαμβάνειν τινός Arst. — отвлекаться от чего-л.
5) ( о растениях) выпускание6) изложение, разъяснение, развитие(τῶν ὅρων Arst.)
-
5 επιφερω
(fut. ἐποίσω, aor. 1 ἐπήνεγκα, aor. 2 ἐπήνεγκον; fut. med. ἐποίσομαι, fut. pass. ἐπενεχθήσομαι)1) вносить, приносить(πᾶσι δουλείαν Thuc.; ἀμοιβήν τινι Polyb.)
; med. приносить с собой(πέντε ἡμερῶν σιτία Plut.)
τέν Ξενοφῶντος θυγατέρα ἔλαβεν οὐδὲν ἐπιφερομένην Lys. — он женился на дочери Ксенофонта, которая ничего не принесла с собой (в приданое)2) приносить, причинять, доставлять(λύπας Arst.; ἡδονήν τινά τινι Plut.)
3) возлагать(τῷ νεκρῷ στέφανον Plut.)
4) возлагать на могилу, приносить в жертву усопшим(πάντων ἀπαρχάς Thuc.)
τὰ ἐπιφερόμενα Isocr. — приношения;οἱ ἐποίσοντες Isocr. — те, которые совершат приношения5) прикладывать, прилагать, присваивать, давать(ὄνομά τινι Plat., ἀπό и ἔκ τινος Arst.)
τὸν θυμὸν ἐπί τι ἐ. Arst. — окружать что-л. почетом6) применять, пускать в ход(ἐ. χεῖράς τινι Hom.; τὰ ὅπλα ἐ. τινί Thuc., Xen., Dem.)
πόλεμόν τινι ἐ. Her. — идти войной против кого-л.7) возводить(αἰτίαν τινί Her., Plat.; ἔγκλημά τινι Eur.; ψόγον τινί Thuc.)
ἐ. δίκην τινί Plat. — привлекать к судебной ответственности кого-л.8) приписывать(μωρίην τινί Her.)
9) pass. нестись, уноситься, быть увлекаемым(ἔμπροσθε τοῦ πλοίου Her.)
10) med.-pass. набрасываться, нападать(τινι Thuc.)
ἐπιφερόμενος ἔπαισε αὐτόν Xen. — бросившись, он вцепился в него;θάλαττα ἐπιφέρεται Xen. — море волнуется11) med.-pass. ( во времени) следовать, надвигаться, наступать (вслед за чем-л.)τὰ ἐπιφερόμενα Her. — предстоящие события, будущее;
ἥ ἐπιφερομένη θερεία Polyb. — будущее лето12) med.-pass. ( в тексте или в речи) следовать -
6 θεω
I.Arph. (= *θεάου) imper. к θεάομαι См. θεαομαιII.I1) (тж. θ. δρόμῳ Arph., Xen.) бежать, бегать, (быстро) двигаться, передвигаться(ποσί и πόδεσσι Hom.; θᾶττον τῶν ἵππων Arst.)
ἄκρον ἐπὴ ῥηγμῖνος ἁλὸς θ. Hom. — носиться по гребням морских волн;θ. κατὰ κῦμα Hom. — мчаться по волнам;Ἀγαμέμνων ἀντίος ἦλθε θέων Hom. — навстречу (Менелаю) примчался Агамемнон;Μαλειάων ὄρος ἷξε θέων Hom. — (кормчий) полным ходом достиг Малийской горы;εἰ αὔρα φέροι, θέοντες ἀνεπαύοντο Xen. — когда дул попутный ветер, плывшие отдыхали2) катиться, вращатьсяὀλοοίτροχος ἀπὸ πέτρης θέει Hom. — камень катится с утеса;
τροχὸν πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν Hom. — (горшечник) попробует, вращается ли гончарный круг3) ( о линии) проходить, тянутьсяφλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα Hom. — жила, проходящая вдоль спины;
ἄντυξ, ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Hom. — обод, который огибал край щита;ὀδόντες λευκὰ θέοντες Hes. — сплошной ряд белых зубов4) пробегать, проходить(τὰ ὄρη Xen.)
5) состязаться в бегеπερὴ τρίποδος θεύσεσθαι Hom. — состязаться в беге за треножник (объявленный наградой);
περὴ ψυχῆς θέον Ἕκτορος Hom. — (когда Ахилл преследовал Гектора), спор у них шел о (самой) жизни Гектора;περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θ. Her. — вести последнюю и решающую борьбу, т.е. ставить все на карту6) перен. (нечаянно) попадатьεἰς νόσους θ. Plat. — (быстро) заболевать;
εἰς ἀδικίαν θ. Plat. — становиться несправедливым;θ. τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plut. — подвергаться крайней опасности;θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Plat. — быть на краю гибелиII -
7 λεμβωδης
-
8 μετασκευαζω
1) переодеватьμ. ἑαυτόν Arph. — переодеваться
2) перестраивать, переделывать(τὰ ἅρματα Xen.)
3) med. перемещаться, передвигаться, переходить -
9 σκευη
-
10 στεφω
(fut. στέψω; pass.: aor. ἐστέφθην, pf. ἔστεμμαι)1) окружать, окутывать, обвивать (вокруг чего-л.)(νέφος ἀμφὴ κεφαλῇ τινι Hom.)
μορφέν ἔπεσι σ. Hom. — затмевать (невзрачную) наружность красноречием2) украшать венками, увенчивать(ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι Hes.; τέν πρύμναν τοῦ πλοίου Plat.)
κεκράτηκας καὴ ἔστεψαι τὰ Ὀλύμπια Luc. — ты победил и увенчан олимпийским венком3) обматывать, обвивать(ἐρίῳ Plat.; λήνει ἐστεμμένος Aesch.)
4) окроплять(τύμβον λοιβαῖσι Soph.)
-
11 συναρπαζω
(fut. συναρπάσω и συναρπάσομαι)1) схватывать, хватать, ловить, похищатьσ. τινὰ ἐκ τῆς ἀγορᾶς βιαίως Luc. — силой уводить кого-л. с площади;πάντα συναρπάσαι θύελλ΄ ὅπως Soph. — унести все словно буря;ξυναρπάσασθαι μέσον (sc. τινά) Arph. — схватить кого-л. поперек тела;συναρπασθέντος τοῦ πλοίου NT. — так как корабль уносился (течением);τὸ λεχθὲν συναρπάζεται Luc. — сказанные слова пропадают, т.е. не производят впечатления2) улавливать, воспринимать(φώνημα φρενί Soph.)
3) преждевременно произносить суждение, предвосхищать, упреждатьτὰ φαινόμενα σ. Sext. — принимать на веру данные явлений;
σ. τὸ ζητούμενον Sext., Luc. — предвосхищать искомое, т.е. допускать petitio principii (предполагать доказанным то, что подлежит доказательству)4) терзать, мучить -
12 τροπις
- εως, ион. ιος ἥ1) киль(νεός Hom., Her.; πλοίου Arst.)
τρόπεις θέσθαι Plut. — заложить киль, т.е. приступить к постройке судна2) основа, суть(τοῦ πράγματος Arph.)
-
13 βύθισμα
-
14 βυθιστικός
η, ο[ν] относящийся к потоплению, погружению, потопляющий (что-л.);βυθιστικοί κρουνοί τού πλοίου — кингстоны
-
15 εισαγωγή
η1) введение (внутрь — тж. лекарства); привнесение; вставление, вкладывание;του πλοίου στη δεξαμενή — вход судна в док;2) впуск, допуск;3) ввоз; импорт; 4) представление, рекомендация; внесение на рассмотрение; 5) юр. передача (в суд); привлечение (к суду); 6) введение (новшеств и т. п.); внедрение; 7) поступление; помещение (куда-л.);εισαγωγή μαθητών στη σχολή — поступление учеников в школу;
8) введение, предисловие; вступительное слово;9) муз. увертюра, вступление -
16 έλιка
-
17 επάνδρωση
[-ις (-εως)] η укомплектовывание (людьми);επάνδρωση του πλοίου — укомплектовывание экипажа судна
-
18 επιβαίνω
(αόρ. επέβην) αμετ.1) всходить, подниматься;2) грузиться; — садиться (в поезд и т.п.); — находиться (в машине); — т- (επί) τού πλοίου — или επιβαίνω εις το πλοίον — садиться на пароход;
3) садиться верхом;4) покрывать (о животных); 5) перен. узурпировать -
19 επιτελείο(ν)
-
20 επιτελείο(ν)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλοίου — πλοί̱ου , πλοῖον floating vessel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek