-
1 πεισμα
-
2 πείσμα
τό1) упрямство; κάνω πείσματα упрямствовать;βάζω πείσμα — заупрямиться;
2) настойчивость, упорство;με πείσμα — упорно, настойчиво;
§
τον έχω πείσμα — ненавидеть кого-л.;γιά το πείσμα του — назло ему;
στο πείσμα — наперекор; — назло;
κάνω κάτι στο πείσμα — идти наперекор кому-л.; — делать назло кому-л.
-
3 πείσμα
[пизма] ουσ ο упрямство, упорство, настойчивость. -
4 πειστηρ
-
5 εξαπτω
I1) привязывать, прикреплять(πεῖσμα κίονος Hom.; περίδρομον ἀπὸ δένδρου Xen.; βάρος τί τινι Arst.)
; med. привязывать к себе, брать на буксир(ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τέν πόλιν, sc. τὰς ναῦς Diod.) и цепляться, виснуть Hom.
2) (привязав) протягивать(σχοινίον ἐκ νηοῦ ἐς τεῖχος Her.; τῷ καλῴδιον διά τινος Arph.)
3) связывать, соединять(τέν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plat.; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος ἐπιθυμίαι Plat.)
ἐξάψαι διαδοχέν τῶν ἀξίων λόγου Diog.L. — продолжать последовательное изложение достопамятных обстоятельств4) связывать, ставить в зависимость5) (логически) связывать, приписывать(τὰ πραττόμενα τῆς τύχης Plut.)
6) надевать, накидывать(πέπλων ἀγάλματα χροός, κόσμον νεκρῷ и βρόχον ἀμφὴ δειρήν Eur.)
; med. надевать на себя(πέπλους χροός Eur.; τι περὴ τέν κεφαλήν Arph.)
κώδωνας ἐξαψάμενος ирон. Dem. — с шумом и треском (досл. обвешавшись колокольчиками)7) прикладыватьγόνασίν τινος ἐ. τὸ σῶμα ἑαυτοῦ Eur. — припадать к чьим-л. коленям;
στόματος ἐ. λιτάς Eur. — произносить мольбы8) med. неотступно следовать, преследовать по пятам(τῆς οὐραγίας τῶν πολεμίων Polyb.)
9) med. приниматься, предприниматьτῶν Ἑλληνικῶν ἐ. Plut. — заняться греческими делами, т.е. принять на себя руководство походом на Грецию
II1) поджигать, воспламенять(ὕλας Plat.)
; pass. загораться, вспыхивать, гореть(πῦρ ἐξάπτεται Arst., Plut.)
2) зажигать, разжигать, возбуждать(ὁρμέν καὴ φιλοτιμίαν Plut.)
ἐξημμένος ὑπὸ τοῦ πάθους Plut. — сгорающий от страсти -
6 ευστρεφης
эп. ἐϋστρεφής 21) крепко скрученный(νευρή, ἔντερον οἰός, πεῖσμα Hom.)
2) крепко сплетенный(λύγοι Hom.)
-
7 περιβαλλω
(fut. περιβᾰλῶ, aor. περιέβᾰλον; эп. impf. περίβαλλον; ион. 3 л. ppf. pass. περιεβεβλήατο = περιεβέβληντο)1) закидывать, накидывать, набрасывать(πεῖσμα Hom.)
π. στέρνα πρὸς στέρνα τινός Eur. — прижаться грудью к чьей-л. груди;2) надевать(ζευκτήριον Τροίᾳ Aesch.)
περιβαλλόμενοι τεύχεα Hom. — с надетым на себя оружием, вооруженные3) одевать(τινὰ γυμνόν NT.)
; pass. одеваться(ἐν ἱματίοις λευκοῖς NT.)
4) запрокидыватьπ. χεῖράς τινι Eur., Plat. — обвивать кого-л. руками (ср. 8)
5) строить вокруг, возводить кругом(τεῖχος Πελοποννήσῳ Arst. и τῷ λιμένι Polyb.; χάρακά τινι NT.; med. τείχη Thuc. и τεῖχος τέν πόλιν Her.)
ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Xen. — возводить укрепления вокруг городов6) внушать(ἀνανδρίαν τινί Eur.)
7) оказывать, давать(τὸ ἀγαθόν τινι Her.)
π. σωτηρίαν τινί Eur. — спасать кого-л.8) опутывать, захватыватьπεριβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων Her. — поймать множество рыб(ы);
περιβαλέσθαι τέν πόλιν Her. — захватить город;π. τινὰ πέδαις Aesch. — наложить на кого-л. оковы;π. τὸν αὐχένα βρόχῳ Her. — обвивать шею петлей;π. τινὰ χερσί Eur. (ср. 4) — обнимать кого-л.;σκότος περιβάλλει τινά Eur. — тьма окутывает кого-л.;περιβάλλεσθαι σωφροσύνης δόξαν Xen. — стяжать себе репутацию благоразумного человека9) обнимать(ἀλλήλους Xen.)
10) окружать, брать в кольцо(τοὺς πολεμίους Plat.)
περιβάλλεσθαί τινι πτεροφόρον δέμας Aesch. — окружать пернатым телом, т.е. превращать в птицу кого-л.;περιβάλλεσθαι μεῖζον χωρίον Xen. — окружать большую площадь;ἐν τῷ περιβεβλημένῳ Her. — в огороженном месте, внутри ограды11) возлагать(τυραννίδα τινί Eur.)
12) налагать(τινὴ δουλείαν Eur.)
13) поражать(τινὰ χαλκεύματι Aesch.; τινὰ κακῷ Eur.)
π. τινὰ φυγῇ Plut. — карать кого-л. изгнанием;π. τινὰ ὀνείδει Dem. — покрывать кого-л. позором14) бросать, устремлятьπ. περὴ ἕρμα τέν ναῦν Thuc. — налететь с кораблем на скалу
15) огибать, объезжать(τὸν Ἄθων Her.; Σούνιον Thuc.)
16) превосходить(τινά τινι Hom.)
ἀρετῇ π. Hom. — отличаться высокими качествами, быть превосходным17) часто посещать(τόπους Xen.)
18) med. перен. охватывать(τῇ διανοίᾳ τι Isocr.; ξυμπάντα τὰ οἰκεῖα Plat.)
19) med. пускаться в рассужденияμακρὰν περιβαλλόμενοι Plat. — пространно разглагольствуя;
κομψῶς κύκλῳ π. Plat. — ловко кружиться вокруг да около -
8 πλεκω
(fut. πλέξω, aor. ἔπλεξα; pass.: fut. πλεχθήσομαι, aor. 1 ἐπλέχθην, aor. 2 ἐπλάκην с ᾰ и ἐπλέκην, pf. πέπλεγμαι)1) плести, сплетать(πλοκάμους Hom.; στέφανον Pind., NT.; κράνεα πεπλαγμένα Her.)
2) вить, крутить(πεῖσμα Hom.; κάλον Her.)
3) обвивать4) затевать, выдумывать, строить, подстраивать(δόλον ἀμφί τινι Aesch.; μηχανάς Eur.)
5) составлять, слагать, сочинять(λόγους Plat.; ὕμνον Pind.)
6) усложнять, запутыватьπολλοὴ δὲ πλέξαντες εὖ λύουσι κακῶς Arst. — многие (драматурги), хорошо составив завязку, плохо (ее) развязывают -
9 γαϊδουρινός
-
10 μουλαρήσιος
См. также в других словарях:
πεῖσμα — ship s cable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
πείσμα — το η αμετάθετη επιμονή σε μια άποψη, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι: Έχει τρομερό πείσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεισματώνω — [πείσμα, ατος (Ι)] 1. κάνω κάποιον να βάλει πείσμα, προκαλώ το πείσμα του, την πείσμονα αντίδρασή του, τόν εξερεθίζω, τόν εξοργίζω 2. (αμτβ.) βάζω πείσμα, θυμώνω, φανατίζομαι, εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
πεισμώνω — [πείσμα (Ι)] 1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον 2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν» 3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» η μάχη που γίνεται με… … Dictionary of Greek
πεῖσμ' — πεῖσμα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γινάτι — και γενάτι και ινάτι, το 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια») 3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον… … Dictionary of Greek
πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… … Dictionary of Greek
πεισματώδης — ες 1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή 2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρός («πεισματώδης μάχη»). επίρρ... πεισματωδώς με πείσμα, με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, ατος (Ι) + ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
πείσμαθ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσματ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)