Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(περιβόλαια

См. также в других словарях:

  • περιβόλαια — περιβόλαιον that which is thrown round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβόλαι' — περιβόλαια , περιβόλαιον that which is thrown round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BETA — I. BETA Graece Βῆτα, cognominatus est a Musaeo praefectis Ptolemaei Euergeris I. Eratosthenes; quod ille, a Rege Athenis evocatus; Musaei illius Bibliothecarius secundus esset, uti quidem retur, ex Marcian. Heracl. Periplo Ioh. Marshamus Canone… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLIPTICI — non sunt chirographa, vel apochae, ut Alciatus tradit, Parerg. l. 3. sed rationes publicae, l. 2. Cod. Theodos. de discuss. leg. 13. C. Theodos. de ind. deb. et ideo in leg. 2. Cod. de disc. ratiociniis publicis, i. polipticis: hic autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • σάγανα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκεπάσματα, περιβόλαια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἄγανα και σαγήνη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»