-
1 περιβολαιον
τό1) покрывало, одеяло Plut.2) одежда3) перен. покровσαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα Eur. — покровы юной плоти, т.е. молодость, юность
-
2 αναπτω
Iтж. med.1) подвязывать, привязывать, прикреплять(τι ἔκ τινος Hom.; τι πρός τι Eur.; τι εἴς τι Arst.)
ἀνάπτεσθαι πέπλων (sc. τινός) Eur. — цепляться за чьи-л. одежды;τέν ναῦν ἀνάψασθαι Plut., Diod.; — взять корабль на буксир;πρυμνήτην κάλων ἀνάψασθαι ἔκ τινος Eur. — привязать свой причальный канат к кому-л., т.е. прибегнуть к чьему-л. покровительству;βρόχον ἀγχόνης ἀνήψατο Eur. — (Федра) удавилась2) культ. вешать в храме, приносить в дар, жертвовать(ἀγάλματα ὑφάσματά τε Hom.; τῇ Ἥρᾳ ἀνάθημα Arst.)
3) приписывать, относить, сводить (к чему-л.), связывать (с чем-л.)(τι εἴς τι и εἴς τινα Arst., Plut. и τινί Plut.)
αἷμα εἴς τινα ἀνάψαι Eur. — обвинить кого-л. в убийстве;μῶμον ἀνάψαι (sc. τινί) Hom. — навлечь насмешки на кого-л.;χαρίτας ἔς τινα ἀνάψασθαι Eur. — оказать кому-л. услуги;κῆδός τινι ἀνάψασθαι Eur. — породниться (досл. завязать узы родства) с кем-л.4) надевать на себя(περιβόλαια Eur.; νεβρίδα στέρνοις Anth.)
II1) зажигать(λύχνα Her.; πῦρ Eur., Plut.; φῶς Plat., Arst.)
2) поджигать(δόμους πυρί Eur.)
3) загораться Arst.; перен. воспламенять(ся)(μείζονι θυμῷ Eur.)
См. также в других словарях:
περιβόλαια — περιβόλαιον that which is thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβόλαι' — περιβόλαια , περιβόλαιον that which is thrown round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BETA — I. BETA Graece Βῆτα, cognominatus est a Musaeo praefectis Ptolemaei Euergeris I. Eratosthenes; quod ille, a Rege Athenis evocatus; Musaei illius Bibliothecarius secundus esset, uti quidem retur, ex Marcian. Heracl. Periplo Ioh. Marshamus Canone… … Hofmann J. Lexicon universale
POLIPTICI — non sunt chirographa, vel apochae, ut Alciatus tradit, Parerg. l. 3. sed rationes publicae, l. 2. Cod. Theodos. de discuss. leg. 13. C. Theodos. de ind. deb. et ideo in leg. 2. Cod. de disc. ratiociniis publicis, i. polipticis: hic autem… … Hofmann J. Lexicon universale
περιβόλαιος — ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το περιβόλαιον εκκλ. υφασμάτινο λινό κάλυμμα για το κεφάλι, τον αυχένα και τους ώμους τών μοναχών στην εποχή τής ακμής τού μοναχισμού, κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, το οποίο ονομαζόταν και ωμοφόριο ή πάλλιο και από το οποίο… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
σάγανα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκεπάσματα, περιβόλαια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἄγανα και σαγήνη] … Dictionary of Greek