Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(παντοδαποῖς

См. также в других словарях:

  • παντοδαποῖς — παντοδαπός of every kind masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LITHOSTROTOS — nomen loci, in quo sedit Pilatus, Christum Dominum nostrum morti adiudicaturus, qui locus sic dictus, quod stratus fuerat lapidibus. Eius mentio Ioh. c. 19. v. 13. Pilatus cum audîsset hunc sermonem eduxit foras Iesum consedit in tribunali, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατανθίζω — (Α) στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»