-
1 παλλακις
-
2 καλλικομος
2(ῐ) прекрасноволосый
См. также в других словарях:
παλλακίς — παλλακίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. παλλακίδα … Dictionary of Greek
παλλακίς — concubine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδα — παλλακίς concubine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδας — παλλακίς concubine fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδες — παλλακίς concubine fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδεσσιν — παλλακίς concubine fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδι — παλλακίς concubine fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδος — παλλακίς concubine fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίδων — παλλακίς concubine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίσι — παλλακίς concubine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακίσιν — παλλακίς concubine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)