-
1 ξυλινος
-
2 ξύλινος
η, ο[ν]1) деревянный, из дерева; 2) древесный, относящийся к дереву, древесине; 3) дровяной, относящийся к дровам;§ ξύλινος νούς бран. — дубина (стоеросовая), болван
-
3 ξύλινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ξύλινος
-
4 ξύλινος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ξύλινος
-
5 ξύλινος
деревянный, древесный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ξύλινος
-
6 ξύλινος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ξύλινος
-
7 ξύλινος
[ксилинос] εκ. деревянный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξύλινος
-
8 ξύλινος
[ксилинос] επ деревянный. -
9 ξυλικος
-
10 ανθρωποειδης
-
11 δολος
ὅ1) приманка2) ловушка, западня(τεῦξαι δόλον Hom.; ξύλινος δ., ἣν παγίδα καλέουσι Batr.; δ. δονακόεις Anth.)
3) тж. pl. хитрость, обман, коварство Hom., Aesch. etc.δόλῳ, δόλοις, ἐκ δόλου и ἐν δόλῳ Soph., σὺν δόλῳ Soph., Eur. и μετὰ δόλου Isocr. — хитростью, обманом
-
12 ευθραυστος
-
13 κολοσσος
ὁ колосс, т.е. статуя размерами больше натуральной величины(ξύλινος Her.; εὔμορφος Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.)
; преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н.э.) Luc., Anth. -
14 παραγω
1) передвигать, переводить, отводить(τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια Xen.; τὸ ὕδωρ εἰς τὸ πεδίον Plut.)
π. πτέρυγας Eur. — изменять направление полета;π. τὰς μοίρας Her. — изменять ход судьбы2) приводить, вводить(π. εἰς τὸ δῆμόν, sc. τινα Lys.)
π. ἐς μέσον τινά Her. — приводить, т.е. представлять кого-л. (кому-л.);π. τι εἰς τὸ μέσον τοῖς λόγοις Plat. — ставить на обсуждение что-л.;παράγεσθαι εἴσω στέγας Soph. — проникать в дом3) склонять, сманивать, завлекать, совращать(τινὰ μύθοις Pind.; τινὰ εἰς ἀρκύστατα Aesch.; τινὰ ἀπάτῃ Thuc.)
τῷ φόβῳ παρηγόμην Soph. — мной руководило чувство страха;νέοις παραχθείς Eur. — поддавшись уговорам молодежи;παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τάδε Soph. — побужденный к этому подкупом4) изменять, извращать, перетолковывать(τοὺς νόμους ἐπί τι, οὐδὲν γράμμα Plat.)
σμικρὸν παρῆκται τὸ ὄνομα Plat. — (это) слово мало изменилось;ὃ παράγοντες ἡμεῖς Ἄμμωνα λέγομεν Plut. — (имя Амун), которое мы переделали в Аммон;πειθοῖ καὴ λόγῳ π. τέν ἀνάγκην Plut. — убеждением и словом смягчать (суровую) необходимость5) (тж. π. τὸν χρόνον Plut.) затягивать, откладывать, тянуть(τέν πρᾶξιν Diod.; ἐκκρούειν καὴ π. Plut.)
6) проходить мимо(οὐ τὸ αὐτό ἐστι προσάγειν τε και π. Xen.; ἥ ἐκ τῆς πόλεως παράγουσα δύναμις Polyb.)
7) тж. med. проходить, кончаться(ἥ σκοτία παράγεται, παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου NT.)
8) производить, выводитьὁ ἀνδριὰς (οὐ ξύλον, ἀλλὰ) παράγεται ξύλινος Arst. — статуя (из дерева) называется не деревом, а производным словом «деревянная»
9) ( о кораблях) заходить, приставать, причаливать(ἐπὴ τέν Χρυσόπολιν, εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
-
15 δόλος
-
16 ξυλένιος
α, ο см. ξύλινος -
17 3585
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3585
См. также в других словарях:
ξύλινος — of wood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλινος — η, ο, (ΑΜ ξύλινος, ίνη, ον, Α αττ. τ. σύλινος, ίνη, ον) [ξύλον] 1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» τα πλοία, Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν) τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
ξύλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο, ο ξυλένιος: Τα πατώματα είναι ξύλινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλίνων — ξύλινος of wood fem gen pl ξύλινος of wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλινον — ξύλινος of wood masc acc sg ξύλινος of wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίναις — ξύλινος of wood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνη — ξύλινος of wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνην — ξύλινος of wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνης — ξύλινος of wood fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνοιν — ξύλινος of wood masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλίνοις — ξύλινος of wood masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)