-
1 ευφυης
21) разросшийся(κλάδος Eur.)
2) высокий(πτελέη Hom.)
3) хорошо развитой, мощный(μηροί Hom.)
4) цветущий, полный или красивый(πρόσωπον Eur.)
5) стройный, изящный(χορείας βάσις Arph.)
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы(ἵπποι Xen.; κύνες Arst.)
7) одаренный, способный, даровитый(ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.)
οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὴ τὰς ψυχάς Plat. — одаренные в физическом и духовном отношениях8) благоприятный, удобный, пригодный(καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.)
-
2 καταρρυης
См. также в других словарях:
μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 … Dictionary of Greek
καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μήρα — μῆρα, τὰ (Α) οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός] … Dictionary of Greek
μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… … Dictionary of Greek
μνούνες — μνοῡνες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μηροί» … Dictionary of Greek
ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο … Dictionary of Greek
σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων … Dictionary of Greek
συμμηρία — ἡ, Α [σύμμηρος] το σημείο όπου συναντώνται οι μηροί ή η σύσφιγξη τών μηρών … Dictionary of Greek
σύμμηρος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ μηρος] … Dictionary of Greek
φαινομηρίδα — η / φαινομηρίς, ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α (στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της νεοελλ. συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] … Dictionary of Greek