-
1 λιπαροτης
-
2 ελαιωδης
21) похожий на елей, маслянистый(λιπαρότης Arst.)
2) похожий на маслину, масличный(βοτάναι Arst.; φυτά Plut.)
См. также в других словарях:
λιπαρότης — fattiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητα — λιπαρότης fattiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητας — λιπαρότης fattiness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητες — λιπαρότης fattiness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητι — λιπαρότης fattiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητος — λιπαρότης fattiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες … Dictionary of Greek