-
1 κουφα
(κ. ποσὴ προβιβάς Hom.)
χωρεῖν κ. ποσίν Arph. — идти легкой поступью -
2 κουφος
31) легкий, легковесныйβαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. — более тяжелое по сравнению с более легким;
κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. — да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда;ср. лат. sit tibi terra levis!);κουφότερα ὅπλα Xen. — легкое вооружение2) легковооруженный(στρατιά Plut.)
3) легко переваривающийся, удобоваримый(κρέας Arst.)
4) легко переносимый, необременительный(δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.)
ἥ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὴ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. — чем больше слава, тем легче становится (ее) нести5) легкий, нетрудный(ὁδός Plut.)
6) легкий, подвижный(πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.)
7) легкий, нежный(πνεύματα Soph.)
8) легкомысленный, безрассудный, пустой(φρένες Pind.; λόγοι Plat.)
9) пустой, призрачный(σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.)
10) незначительный, ничтожный(πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.)
11) небольшой, короткий(γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον
-
3 δαπανη
дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἥ1) расходование, расход, трата Hes., Pind.οἰκηΐη ἀνδρῶν δαπάνῃ Her. — со снаряженным на собственный счет войском;κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. — нетрудно понять2) деньги на расходы, средства(δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.)
3) расточительность(ἥ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.)
-
4 επανωθε
I(ᾰ) adv.1) сверху, наверхуἄλλα ἔθνη ἐ. Thuc. — другие племена, жившие выше;
κούφα σοι χθὼν ἐ. πέσοι! Eur. ( при — прощании с умершим;ср. лат. sit tibi terra levis) да будет тебе легка земля!2) прежде, ранееοἱ ἐ. Theocr. — люди старого времени, предки
II(φέρειν τι ἐ. τινος Plat.)
-
5 επανωθεν
I(ᾰ) adv.1) сверху, наверхуἄλλα ἔθνη ἐ. Thuc. — другие племена, жившие выше;
κούφα σοι χθὼν ἐ. πέσοι! Eur. ( при — прощании с умершим;ср. лат. sit tibi terra levis) да будет тебе легка земля!2) прежде, ранееοἱ ἐ. Theocr. — люди старого времени, предки
II(φέρειν τι ἐ. τινος Plat.)
-
6 κουφον
-
7 παλλω
[πάλη, πάλος и παλτόν] (impf. ἔπαλλον - эп. πάλλον, aor. 1 ἔπηλα - эп. πῆλα, эп. aor. 2 πέπαλον, pf. πέπηλα; med.: 3 л. sing. aor. ἔπαλτο и πάλτο, pf. πέπαλμαι; aor. pass. ἐπάλην)1) размахивать, потрясать, раскачивать(αἰχμήν, δοῦρε, λίθον Hom.; σάκος Hes.; ἄκοντα Pind.; λόγχην Eur.)
φίλον υἱὸν πῆλε χερσίν Hom. — (прощаясь, Гектор) качал на руках милого сына;Νὺξ ὄχημ΄ ἔπαλλεν Eur. — Ночь подняла (на небосвод свою) колесницу;στήθεσι πάλλεται ἦτορ Hom. — (учащенно) бьется сердце в груди;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ Aesch. — сердце мое затрепетало;πάλλεσθαι δείματι HH. — дрожать от страха;ὅ παλλόμενος ἰχθύς Hom. — бьющаяся (в неводе) рыба;γόνυ πάλλεται Arph. — колени трясутся;κλήρους ἐν κυνέῃ π. Hom. — встряхивать жребий в шлеме;κλῆρος ἐπάλλετο Soph. — был брошен жребий2) прыгать, скакать(κοῦφα π. Arph.)
δελφὴς ἔπαλλε Eur. — дельфин резвился3) трястись, дрожатьδείματι πάλλων Soph. — дрожа от страха
-
8 χειροηθης
21) прирученный, ручной, смирный(κροκόδειλος Her.; πῶλος Xen.; λέων Diod.; χειριήθη τινὰ ποιεῖν ἑαυτῷ Dem.)
2) привыкший, освоившийся(τοῖς πόνοις Plut.)
χ. τῇ ὕβρει Luc. — привыкший сносить обиды3) привычный, обычныйτὰ φαινόμενα δεινὰ ποιεῖσθαι τῇ διανοίᾳ χειριήθη Plut. — освоиться с тем, что казалось страшным;
τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγένοντο χειροήθη καὴ κοῦφα Plut. — оружие становилось удобным и легким -
9 κουφός
См. также в других словарях:
Κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. — κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. См. Дай Бог, чтобы земля на нем легким пухом лежала … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κοῦφα — κοῦφος light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφα — κού̱φᾱ , κοῦφος light fem nom/voc/acc dual κού̱φᾱ , κοῦφος light fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφᾳ — κού̱φᾱͅ , κοῦφος light fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμπούλ Αταχίγια — (Κούφα, Μικρά Ασία 748 – Βαγδάτη 828). Άραβας ποιητής. Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια. Έζησε στην Κούφα και αργότερα στη Βαγδάτη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως αγγειοπλάστης. Στα πρώτα ποιήματά του, που διακρίνονται για το απλό και απέριττο ύφος … Dictionary of Greek
Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… … Dictionary of Greek
Κίντι, Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ αλ- — (Κούφα, Ιράκ 801; – 873;). Μουσουλμάνος φιλόσοφος και επιστήμονας. Ο Κ., τον οποίο οι ομόθρησκοί του αποκαλούν φιλόσοφο των Αράβων, θεωρείτο ένας από τους εννέα κριτές της αστρολογίας κατά τον Μεσαίωνα. Σπούδασε στη Βασόρα και στη Βαγδάτη, όπου… … Dictionary of Greek
κοῦφ' — κοῦφα , κοῦφος light neut nom/voc/acc pl κοῦφε , κοῦφος light masc voc sg κοῦφαι , κοῦφος light fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek