Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(κοῦρον

  • 1 κορος

         κόρος
        I
        ὅ [κορέννυμι]
        1) сытость, пресыщение
        

    (φυλόπιδος Hom.; ἐπαίνων Plut.)

        πάντων μὲν κ. ἐστί, καὴ ὕπνου καὴ φιλότητος Hom. — все приедается, и сон, и любовь;
        ἐπεὴ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον Eur. — когда (Алкестида) наплакалась досыта;
        κόρον ἔχειν Plat. — надоедать, внушать отвращение;
        ἄχρι κόρου Dem., πρὸς и ἐς κόρον Aesch., Luc. — вдоволь, до пресыщения

        2) высокомерие, надменность, тж. наглость
        

    πρὸς κόρον Aesch. — нагло, дерзко

        II
        ὅ [κορέω I] сор, мусор, свалка нечистот
        

    βάλλ΄ ἐς κόρον! Men.убирайся прочь!

         III
        эп.-ион. κοῦρος, дор. κῶρος ὅ
        1) ребенок, младенец
        2) мальчик, юноша, молодой человек
        

    (εἰ τότε κ. ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ἱκάνει Hom.)

        κοῦροι Ἀχαιῶν Hom. — ахейская молодежь, т.е. воины

        3) сын
        

    κ. Ζήθοιο ἄνακτος Hom. — сын царя Зета, т.е. Ἴτυλος;

        Θησέως κόροι Soph. — сыновья Тесея, т.е. Ἀκάμας и Δημοφῶν

        IV
        ὅ кор (мера сыпучих тел, равная 6, по друг. 10 атт. медимнам) NT.

    Древнегреческо-русский словарь > κορος

  • 2 πρασοκουρον

        τό огородный нож ( для срезывания порея) Anth.

    Древнегреческо-русский словарь > πρασοκουρον

  • 3 σχεθειν

        эп. σχεθέειν и σχεθέμεν [inf. aor. 2 к ἔχω См. εχω]
        1) положить
        

    (κεφαλέν ἐπ΄ ἀγκῶνος Hom.)

        2) поместить, простереть
        3) посадить, бросить, ввергнуть
        4) возыметь
        

    νόον σχέθε τόνδ΄ ἐνὴ θυμῷ Hom. — вот что он придумал;

        τόλμαν σ. Aesch.отважиться

        5) произвести на свет, родить
        

    (κοῦρον Soph.)

        6) задержать, поймать
        7) сдержать, удержать
        

    (τινα Hom.)

        σ. ὄσσε γόοιο Hom. — удержать очи от плача, т.е. сдержать слезы;
        σ. τινα τῆς ὕβρεως Arph.пресечь чью-л. дерзость;
        αἷμα σ. Hom. — остановить кровь;
        σ. φόρμιγγα Hom.прекратить игру на форминге

    Древнегреческо-русский словарь > σχεθειν

См. также в других словарях:

  • κοῦρον — κόρος 2 boy masc acc sg (epic ionic) κοῦρος boy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφρων — θεόφρων, ον (AM) αυτός που έχει θείο φρόνημα, ο ευσεβής («τίκτε θεόφρονα κοῡρον», Πίνδ.). επίρρ... θεοφρόνως (AM) με τη θεία φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …   Dictionary of Greek

  • κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… …   Dictionary of Greek

  • πρασόκουρον — τὸ, Α 1. δρεπάνι με το οποίο έκοβαν τα πράσα 2. ως επίθ. φρ. «δρέπανα πρασόκουρα» δρεπάνια με τα οποία κόβονται τα πράσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρον (< κουρά)] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Αδίγης — (Adige). Ποταμός (360 χλμ.) της βόρειας Ιταλίας. Στα ιταλικά προφέρεται Άντιτζε. Εκβάλλει στην Αδριατική, είναι o δεύτερος σε μήκος ποταμός μετά τον Πάδο και έχει λεκάνη συλλογής υδάτων 12.200 τ. χλμ. Πηγάζει από ύψος 1.571 μ. κοντά στη διάβαση… …   Dictionary of Greek

  • Χάβρη — (Le Havre). Πόλη (199.388 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Σεν Μαριτίμ. Βρίσκεται στο άκρο του ποταμόκολπου του Σηκουάνα και είναι το κυριότερο γαλλικό λιμάνι στη Μάγχη και το δεύτερο της χώρας μετά τη Μασσαλία. Η πόλη, που την ίδρυσε το 1516 …   Dictionary of Greek

  • (s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- —     (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»