-
1 θαλαμη
(ᾰμ) ἥ1) логовище, нора(πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.)
2) pl. пещера(Τροφωνίου Eur.)
3) pl. ущелья(Ὀλύμπου Eur.)
4) pl. место погребения, могила(Καπανέως Eur.)
5) анат. полость, желудочек(αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.)
6) pl. поры(τῶν σπόγγων Arst.)
7) pl. ( в сотах) ячейки(κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.)
8) комната, помещение -
2 θαλάμη
η1) патронник; 2) см. θαλάμι -
3 αροτραιος
-
4 θαλαμηπολος
Iἥ1) горничная, служанка Aesch.δαῖέ οἱ πῦρ γρηῢς Ἀπειραίη, θ. Εὐρυμέδουσα Hom. — развела ей (Навсикае) огонь старуха (вывезенная) из Эпира, служанка Эвримедуса
2) жрица Кибелы Anth.IIὅ1) супругπαῖς καὴ πατέρ θ. Soph. — сын-супруг и отец-супруг ( об Эдипе)
2) страж женских покоев, евнух Plut.3) жрец Кибелы Anth.
См. также в других словарях:
θαλάμη — θαλάμη, η και θαλάμι, το ιού 1. φωλιά υδρόβιων ζώων, κυρίως του χταποδιού. 2. ρινική κοιλότητα. 3. το μέρος του όπλου στο οποίο μπαίνει η σφαίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλάμη — lurkingplace fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃ — θαλάμη lurkingplace fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… … Dictionary of Greek
θαλάμαι — θαλάμη lurkingplace fem nom/voc pl θαλάμᾱͅ , θαλάμη lurkingplace fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμᾶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμῶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμαις — θαλάμη lurkingplace fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃσι — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃσιν — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)