Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ζωᾶς

См. также в других словарях:

  • Ζωᾶς — Ζωή living fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωᾶς — ζωή living fem gen sg (doric aeolic) ζωός alive fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωάς — Ζωά̱ς , Ζωή living fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωάς — ζωά̱ς , ζωή living fem acc pl (doric) ζωά̱ς , ζωός alive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • υλοδίαιτος — ον, Α υλόβιος («ζωᾱς ὑλοδιαίτου», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. υδρο δίαιτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»