-
1 αλπνιστος
-
2 αωτον
1) пух, шерсть, руно(οἰός Hom.)
2) лучшая часть, цвет, красаἄ. ζωᾶς Pind. — цветущий возраст;
λίνοιο ἄ. Hom. — тончайший лен3) хвала, прославление(ἄ. ἀρετᾶν Pind.)
-
3 ζωη
ион. ζόη, дор. ζωά и ζόα, эол. ζοΐα ἥ1) (тж. ζωᾶς βιοτή Eur.) жизнь(περὴ ζωῆς καὴ θανάτου λέγειν Plat.; ἥ ζ. ἐν τοῖς ζῴοις καὴ τοῖς φυτοῖς εὑρέθη Arst.)
τοῦ βίου διαπορεύεσθαι ζωήν Plat. — проходить свой жизненный путь;ζωῆς μῆκος Arst. — долговечность2) средства к жизни, средства пропитанияτέν ζόην ποιεῖσθαι ( или καθίστασθαι) ἀπό ( или ἔκ) τινος Her. — добывать средства к жизни, жить чем-л.
3) образ жизни4) имущество, достояние(ζωέν καταφαγέειν Hom.)
οἱ ζ. ἦν ἄσπετος Hom. — имущества у него (Одиссея) было без счета -
4 κελευθος
ἥ (pl. αἱ κέλευθοι и τὰ κέλευθα)1) путь, дорогаμέτρα κελεύθου Hom. — длина пути;
διαπρήσσουσα κέλευθον Hom. — совершая (свой) путь;ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι Soph. — круговращения созвездия Медведицы2) расстояние(πολλά Soph.)
3) поход(κέλευθος καὴ στρατευμ΄ ἐφ΄ Ἑλλάδα Aesch.)
4) перен. путь, ход(ζωᾶς Pind.; βίου Eur.)
5) движение, поступь, походка(λύκου Eur.)
δι΄ ἀψόφου κελεύθου Eur. — таинственным путем (досл. бесшумным движением) -
5 ορφανιζω
1) делать сиротой(τοὺς παῖδας Eur.)
βίον τινὸς ὀ. Eur. — сделать сиротой кого-л. на всю жизнь;ἐκ δυοῖν ὠρφανισμένος Soph. — оставшийся без отца и матери2) лишать(τινὰ ζωᾶς Anth.; τινὰ ὕπνου Theocr.; κακὰν γλῶσσαν ὀπός Pind.)
-
6 ποιμαινω
(fut. ποιμανῶ; NT. impf. iter. ποιμάνεσκον)1) пасти(μῆλα Hom.; ποίμνας Eur.; τὰ πρόβατα NT.)
2) быть пастухом(ὅ ἐν ἀγρῷ ἐποίμαινεν Lys.)
π. ἐπ΄ ὄεσσι Hom. — быть овчаром3) бродить4) окружать заботой, беречь, лелеять(ἱκέτην Aesch.; ζωᾶς ἄωτον Pind.; τὸ σῶμα Plat.)
5) умерять, успокаивать(ἔρωτα Theocr.)
6) обманывать
См. также в других словарях:
Ζωᾶς — Ζωή living fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωᾶς — ζωή living fem gen sg (doric aeolic) ζωός alive fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωάς — Ζωά̱ς , Ζωή living fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωάς — ζωά̱ς , ζωή living fem acc pl (doric) ζωά̱ς , ζωός alive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… … Dictionary of Greek
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
υλοδίαιτος — ον, Α υλόβιος («ζωᾱς ὑλοδιαίτου», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. υδρο δίαιτος] … Dictionary of Greek