-
1 πλειστα
adv.1) больше (превыше) всего(εὐλογούμενος Soph.)
2) чаще всего3) больше(π. θαυμάσια ἔχει - sc. ἥ Αἴγυπτος - ἢ ἄλλη πᾶσα χώρη Her.)
См. также в других словарях:
εὐλογούμενος — εὐλογέω speak well of pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)