-
1 вооружаться
вооружать||ся1. ἐξοπλίζομαι, ὁπλίζομαι·2. перен ἐφοδιάζομαι:\вооружатьсяся терпением ὁπλίζομαι μέ ὑπομονή. -
2 вооружить
-
3 вооружиться
-
4 запасаться
запасать||сяπρομηθεύομαι, ἐφοδιάζομαι· ◊ \запасатьсяся терпением ὁπλίζομαι μέ ὑπομονή. -
5 терпение
терпени||ес ἡ ὑπομονή, ἡ καρτερία, ἡ ἀνοχή:запастись \терпениеем ὁπλίζομαι μέ ὑπομονή· терять \терпение χάνω τήν ὑπομονή· выводить кого-л. из \терпениея κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· мое \терпение ло́пиуло ἔχασα τήν ὑπομονή μου· ◊ переполнить чашу чьего́-л. \терпениея ξεχείλισε τό ποτήρι. -
6 вооружить
-жу, -ижишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -жённый, βρ: -жён, -жена, -жено ρ.σ.μ.1. οπλίζω, εξοπλίζω, αρματώνω•вооружить армию εξοπλίζω το στρατό•
вооружить винтовкой οπλίζω με ντουφέκι.
2. εφοδιάζω•вооружить промышленность новой техникой εξοπλίζω τη βιομηχανία με νέα τεχνική.
|| παρέχω, δίνω•вооружить учеников знаниями εφοδιάζω τους μαθητές με γνώσεις.
3. παρακινώ, προτρέπω, διαθέτω εχθρικά, στρέφω κατά•вооружить сына против отца στρέφω το γιο κατά του πατέρα.
1. οπλίζομαι, εξοπλίζομαι, αρματώνομαι. || μτφ. εφοδιάζομαι (με γνώσεις, πληροφορίες (κ.τ.τ.).2. ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι.εκφρ.вооружить терпением, твердостью – εξοπλίζομαι με υπομονή, σταθερότητα. -
7 запасти
-пасу, -пасешь, παρλθ. χρ. запас, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запасенный, βρ: -сен, -сена, -сеноρ.σ.μ.προμηθεύω, -ομαι•запасти муки εφοδιάζομαι με αλεύρι.
-ись προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•запасти продуктами εφοδιάζομαι με τρόφιμα.
εκφρ.запасти терпением – οπλίζομαι με υπομονή. -
8 зарядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. γεμίζω, οπλίζω•зарядить ружье οπλίζω το όπλο•
фотоаппарат βάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχανή•
зарядить капкан χτίζω την παγίδα.
2. φορτίζω•зарядить батарею γεμίζω το συσσωρευτή,
3. αρχίζω να κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. βρέχει συνέχεια.1. οπλίζομαι•ружье -лось το τουφέκι οπλίστηκε (όπλισε)•
мина -лась η νάρκη εμπυρευματίστηκε.
2. ετοιμάζομαι.3. φορτίζομαι•батарея -лась ο συσσωρευτής φορτίστηκε (γέμισε).
4. εφοδιάζομαι.
См. также в других словарях:
οπλίζομαι — οπλίζομαι, οπλίστηκα, οπλισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὁπλίζομαι — ὁπλίζω make pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
επιθωρήσσομαι — ἐπιθωρήσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου, ετοιμάζομαι για μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θωρήσσομαι (< θώραξ) «οπλίζομαι, ετοιμάζομαι για μάχη»] … Dictionary of Greek
επικορύσσομαι — ἐπικορύσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κορύσσομαι «οπλίζομαι»] … Dictionary of Greek
αντικορύσσομαι — ἀντικορύσσομαι (Α) οπλίζομαι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
ενασπιδούμαι — ἐνασπιδοῡμαι, όομαι (Α) οπλίζομαι με ασπίδα («μὰ ταὸν Δί οὐκ ἐνασπιδώσομαι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ενσκευάζω — ἐνσκευάζω (AM) [σκευάζω] παρασκευάζω («καὶ δεῑπνόν τις ἐνεσκευαζέτω», Αριστοφ.) αρχ. 1. ντύνω, στολίζω κάποιον («ἱματίῳ δ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει», Πλούτ.) 2. οπλίζομαι 3. μηχανεύομαι, επινοώ … Dictionary of Greek
εφοπλίζω — (ΑΜ ἐφοπλίζω) εξοπλίζω νεοελλ. ετοιμάζω, αρματώνω πλοίο αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω κάτι, εφοδιάζω με τα απαραίτητα 2. εφοδιάζω με όπλα, εξοπλίζω κάποιον εναντίον άλλου 3. α) (μέσ. και παθ.) εφοπλίζομαι οπλίζομαι β) μέσ. ετοιμάζομαι για επίθεση … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
λωρικώνομαι — και λουρικώνομαι (Μ) [λωρίκιον] οπλίζομαι με θώρακα … Dictionary of Greek