-
1 ανηροτος
-
2 αρωσιμος
-
3 αυτοσπορος
-
4 βαθυσπορος
-
5 γυα
-
6 γυης
- ου ὅ1) грядиль у плуга Hes.2) нива, пашня, поле(τῆς Σικελιας λευροὴ γύαι Aesch.; ὅ ΄Αργείων γ. Eur.)
-
7 ευσπορος
-
8 πεντηκοντογυος
-
9 πολυπλεθρος
21) протяжением во много плетров, т.е. обширный(γύαι Eur.)
2) владеющий многими плетрами (земли) Luc.
См. также в других словарях:
Γύαι — Γύης the curved piece of wood masc nom/voc pl Γύᾱͅ , Γύης the curved piece of wood masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύαι — γύης 1 the curved piece of wood masc nom/voc pl γύᾱͅ , γύης 1 the curved piece of wood masc dat sg (doric aeolic) γύης 2 the curved piece of wood fem nom/voc pl γύᾱͅ , γύης 2 the curved piece of wood fem dat sg (doric aeolic) γύης 2 the curved… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίγυος — δίγυος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει δύο γύας* > δύο δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + γύη (γύαι, αι «αι οδοί»)] … Dictionary of Greek
εύσπορος — εὔσπορος, ον, επικ. τ. ἐΰσπορος, ον (Α) 1. ο σπαρμένος καλά (α. «εὔσποροι γύαι» β. «εὔσπορος Αἴγυπτος») 2. πλούσιος σε σπόρους, με άφθονους σπόρους («εὔσπορον ἀνθέμιον») 3. (για τον Ερμή) προστάτης τής σποράς … Dictionary of Greek
θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek