Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(γύαι

См. также в других словарях:

  • Γύαι — Γύης the curved piece of wood masc nom/voc pl Γύᾱͅ , Γύης the curved piece of wood masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύαι — γύης 1 the curved piece of wood masc nom/voc pl γύᾱͅ , γύης 1 the curved piece of wood masc dat sg (doric aeolic) γύης 2 the curved piece of wood fem nom/voc pl γύᾱͅ , γύης 2 the curved piece of wood fem dat sg (doric aeolic) γύης 2 the curved… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίγυος — δίγυος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει δύο γύας* > δύο δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + γύη (γύαι, αι «αι οδοί»)] …   Dictionary of Greek

  • εύσπορος — εὔσπορος, ον, επικ. τ. ἐΰσπορος, ον (Α) 1. ο σπαρμένος καλά (α. «εὔσποροι γύαι» β. «εὔσπορος Αἴγυπτος») 2. πλούσιος σε σπόρους, με άφθονους σπόρους («εὔσπορον ἀνθέμιον») 3. (για τον Ερμή) προστάτης τής σποράς …   Dictionary of Greek

  • θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»