-
1 ανωφελης
-
2 ιαλεμος
Iион. ἰήλεμος (ῐᾱ) ὅ скорбная песнь, плач, причитание(ματέρων Eur.)
ἰαλέμῳ τοὺς θανόντας ἀπύειν Eur. — причитать над мертвецамиII21) скорбный, печальный(γόοι Eur.)
2) несчастный(ποιηταί Luc.)
-
3 οδυρμος
ὅ жалоба, сетование(ὀ. καὴ οἶκτος Plat.; ὀδυρμοὴ καὴ γόοι Aesch.)
τῆς τύχης ὀ. Plut. — сетование на судьбу -
4 οξυτονος
21) пронзительный, громкий(γόοι, ὠδαί Soph.)
2) издающий пронзительный свист, воющий(πνεῦμα Soph.)
3) грам. имеющий ударение на последнем слоге -
5 ψυχαγωγος
I3вызывающий души усопших(γόοι Aesch.)
IIὅ психагог, чародей, вызывающий души из царства теней Eur., Plut.
См. также в других словарях:
γόοι — γόος weeping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek