-
1 γάμος
γάμος οбрак, свадьба, венчание – одно из семи таинств Церквиθρησκευτικός γάμος ο — церковный брак, венчаниеЭтим.< дргр. γαμώ(-έω) «вступать в брак». Этимология слова неизвестна, однако некоторые исследователи связывают термин со словом γαμβρός «жених» и с санскр. jama-tar «жених» -
2 γαμος
ὅ тж. pl.1) брак, бракосочетание, супружество Hom., Hes., Pind., Trag., Plat., Arst., Luc.ἄγειν τινὰ ἐπὴ γάμῳ Xen. и πρὸς γάμον Plut. — взять кого-л. в жены
2) свадьба, брачный пир(γάμον τεύχειν Hom.; γάμους ἑστιᾶν Isae., Arst.; εἰς γάμον τινὸς ἐλθεῖν Eur.)
3) половые сношения, сожительство(Πανὸς γάμοι Eur.; μεθημερινοὴ γάμοι Dem.)
-
3 γάμος
ο брак, бракосочетание, женитьба; венчание; свадьба;πιστοποιητικό γάμου — брачное свидетельство;
άδεια γάμου — разрешение на брак;
γάμος εξ ερωτος — брак по любви;
έρχομαι εις γάμον ( — или εις γάμου κοινωνίαν) — вступать в брак;
κάνω γάμο — справлять свадьбу;
εικονικός γάμος — фиктивный брак;
πολιτικός — гражданский брак;μοργανατικός ( — или εξ αριστεράς χειρός) γάμος — морганатический брак;
αταίριαστος γάμος — а) неравный брак; — б) неудачный брак;
γάμος μικτός — смешанный брак;
§ αργυροι (χρυσοί, αδαμάντινοι) γάμοι — серебряная (золотая, бриллиантовая) свадьба;
παρ τόνε στο γάμο σου, να σού πεί και τού χρόνου — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
-
4 γάμος
ὁ γάμος женитьба; брак; свадьба -
5 γάμος
{сущ., 16}1. брак, бракосочетание;2. брачный пир, свадьба.Ссылки: Мф. 22:2-4, 812; 25:10; Лк. 12:36; 14:8; Ин. 2:1, 2; Евр. 13:4; Откр. 19:7, 9. LXX: 4960 (התֶּשְׁמִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάμος
-
6 γάμος
{сущ., 16}1. брак, бракосочетание;2. брачный пир, свадьба.Ссылки: Мф. 22:2-4, 812; 25:10; Лк. 12:36; 14:8; Ин. 2:1, 2; Евр. 13:4; Откр. 19:7, 9. LXX: 4960 (התֶּשְׁמִ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάμος
-
7 γάμος
1. брак, бракосочетание; 2. брачный пир, свадьба; LXX: (מִשְׂתֶּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάμος
-
8 γάμος
свадебное торжествобракΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάμος
-
9 γάμος
свадьба, брак, замужество -
10 γάμος
[гамос] ουσ α брак, женитьба. -
11 αγαμος
21) неженатый, холостой Hom., Xen., Plut.Ἑλλάδος ἄ. στάχυς Anth. — не находящееся в браке население Эллады
2) незамужняя Trag.3) не заслуживающий названия бракаγάμος ἄ. Soph., Eur. — несчастный брак
-
12 γαμηλευμα
-
13 αθεμις
-
14 αινογαμος
-
15 αμφαδιος
-
16 ανοθευτος
-
17 ανονητος
-
18 αντιβολεω
(impf. ἠντιβόλουν, aor. ἀντεβόλησα и ἠντεβόλησα)1) встречаться, сходиться (в бою)(τινι Hom.)
2) присутствовать, быть свидетелем(φόνῳ, τάφῳ ἀνδρῶν Hom.)
3) принимать участие, быть причастным(μάχης Hom.)
4) находить, получать в уделτάφου ἀντιβολῆσαι Hom., Arst. — быть погребенным;
γάμου ἀντιβολῆσαι Hes. — вступить в брак;5) становиться уделом6) обращаться с просьбой, молить(τινα Lys., Arph., Xen., Plut.)
ἀντιβοληθεὴς καὴ τέν ὀργέν ἀπομορχθείς Arph. — смягчившись мольбами;εἴπ΄, ἀντιβολῶ, τί ἔστι Arph. — скажи, пожалуйста, в чем дело -
19 αρτιγαμος
-
20 ασεβης
2нечестивый, кощунственный (sc. ἀνήρ Pind., Soph., Xen., Plat.; γάμος Aesch.; ἔργον Plut.)
См. также в других словарях:
γάμος — wedding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γάμε — γάμος wedding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)