-
1 γαληνη
дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἥ1) безветрие, штиль(λευκέ γ. Hom.; νηνεμία τε καὴ γ. Plat.; γαλῆναι καὴ εὐδίαι Arst.)
2) спокойное море, морская гладь(γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.)
ἐλάαν γαλήνην Hom. — плыть по спокойному морю3) спокойствие, безмятежность, ясность(φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὴ γ. Plut.)
4) гален, сернистый свинец Plin. -
2 Γαληνη
-
3 γαλήνη
η1) штиль, затишье, безветрие; тишина, покой (в природе);πλήρης γαλήνη — мёртвая тишина;
икра γαλήνη мёртвый штиль;
2) перен. покой, спокойствие, безмятежность;ψυχική γαλήνη — душевное спокойствие
-
4 γαλήνη
{сущ., 3}безветрие, штиль (полное затишье), тишина на море, реке, озере.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:39; Лк. 8:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γαλήνη
-
5 γαλήνη
{сущ., 3}безветрие, штиль (полное затишье), тишина на море, реке, озере.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:39; Лк. 8:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γαλήνη
-
6 γαλήνη
безветрие, штиль (полное затишье), тишина (на море, реке, озере).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γαλήνη
-
7 γαλήνη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γαλήνη
-
8 γαλήνη
[ галини] ουσ θ тишина, спокойствие, безмятежность. -
9 γαληνεια
-
10 γαληνισμος
-
11 νηνεμια
ион. νηνεμίη ἥ (тж. ν. ἀνέμων Plat.) безветрие(γαλήνη νηνεμίη Hom.; νηνεμίαι τε καὴ γαλῆναι Plat.; ν. καὴ γαλήνη Plut.)
νηνεμίης Hom. — в часы безветрия -
12 αναχεω
1) наливать, вливать(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom. - in tmesi)
2) med.-pass. разливаться(Ὠκεανὸς ἀναχεῖται Arst.; ποταμοὴ ἀναχεόμενοι Plut.)
3) распространятьсяἀναχεομένη πραγμάτων γαλήνη Plut. — воцарившееся спокойствие -
13 ευδιεινος
-
14 φρικη
дор. φρίκᾱ (ῑ) ἥ1) рябь, зыбь(ἐν γαλήνῃ φ. ὑποτρέχουσα Plut.)
2) дрожание, дрожь Plat., Arst.3) трепет, страх Her., Xen., Plat., Plut.φρίκην παρέχειν τινί Soph. — приводить кого-л. в трепет;
φρίκᾳ τινός Eur. — из страха перед кем-л. -
15 άκρος
α, ον1) см. ακραίος; 2) предельный, совершенный, полнейший;άκρον αγαθό — высшее благо;
άκράσκοπη — полное молчание;
άκρα γαλήνη — полнейшая тишина;
άκρα ευτυχία — предельное счастье;
μετ· άκρας προσοχής — с исключительным вниманием;
3) чрезмерный;άκρα επιμέλεια — чрезмерная забота;
§ άκρα χείρ — пальцы руки;
άκρος χαρακτήρας — непримиримый характер;
άκρον άωτον — предел, вершина;
φθάνω εις το άκρον άωτον — достигать предела (чего-л.);
εις άκρον — в высшей степени
-
16 γαλήνια
η см. γαλήνη 1 -
17 διαδέχομαι
(пор. διαδέχθηκα, διεδέχθην и διεδεξάμην) μετ. сменять (кого-что-л.); быть чьим-л. преемником;την τρικυμίαν διαδέχθηκε η γαλήνη — буря сменилась штилем
-
18 περισσεύω
αμετ.1) быть в избытке, в излишке; оставаться; быть лишним, ненужным; ότι περισσέψει что останется;φτάνει και περισσεύει — вполне хватит, хватит с избытком;
2) ум- ножаться, увеличиваться;στην ψυχή η γαλήνη καθημερινά περίσσευε с каждым днём на душе становилось всё спокойнее -
19 1055
{сущ., 3}безветрие, штиль (полное затишье), тишина на море, реке, озере.Ссылки: Мф. 8:26; Мк. 4:39; Лк. 8:24.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1055
См. также в других словарях:
Γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — stillness of the sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλήνῃ — Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνῃ — γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Νηρηίδες, κόρη του Ιχθύος και της Ησυχίας. Εικονίζεται σε πολλά αγγεία και δακτυλιόλιθους, πάντα μέχρι το στήθος, με τα μαλλιά λυτά, να κολυμπάει στη θάλασσα. 2. Μία από τις Βάκχες. Το όνομά της… … Dictionary of Greek
γαλήνη — η 1. η ηρεμία, η μπουνάτσα, η νηνεμία: Είχε γαλήνη και κάναμε βαρκάδα. 2. μτφ., η ησυχία, η αταραξία, η πραότητα: Ύστερα απ’ αυτόν τον καβγά διαταράχτηκε η ψυχική μου γαλήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγία Γαλήνη — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.260 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα του νομού, στις εκβολές του ξηροποτάμου Πλατύ. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λάμπης … Dictionary of Greek
Γαλήνηι — Γαλήνῃ , Γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνηι — γαλήνῃ , γαλήνη stillness of the sea fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνεύω — [γαλήνη] 1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον 3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω … Dictionary of Greek
Γαληνῶν — Γαλήνη stillness of the sea fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)