-
1 βωμος
ὅ тж. pl.1) возвышение, помост(ἅρματα βωμοῖσι τιθέναι Hom.)
2) подставка или постамент, цоколь(ἐπὴ βωμοῦ и βωμῷ ἳστατο, sc. ἄγαλμα Hom., Anth.)
3) алтарь, жертвенник Hom., Pind., Trag., Lys., Plat., Arst., Plut.4) могильный курган Anth. -
2 κνισαω
-
3 κνισσαω...
-
4 προσημαι
(только praes.)1) сидеть или находиться рядомνερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ Aesch. — сидящий на нижней скамье гребец;
π. βωμοῖσι Soph. — сидеть у алтарей;νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι Aesch. — находящиеся по соседству с этим краем острова;ἰὸς καρδίαν προσήμενος Aesch. — засевшая в сердце стрела2) осаждать(π. πύργοισιν ἐχθρῶν Eur.)
-
5 προσπιπτω
дор. ποτῐπίπτω (fut. προσπεσοῦμαι, aor. 2 προσέπεσον)1) припадать(βωμοῖσι Soph.; γόνασι и πρὸς γόνυ Eur.; θεῶν πρὸς βρέτας Arph.; τινί NT.)
ἱκέτης προσπίπτω Xen. — я припадаю с мольбой (к твоим ногам)2) коленопреклоненно просить(τινά Eur., Luc.; βρέτη δαιμόνων Aesch.)
3) попадать, впадать(πρὸς τὸν Ἐρύμανθον Polyb.)
π. τῇ κνήμῃ Xen. — попадать в голень;π. πρὸς τὸν ἥλιον Arst. — попадать под солнечные лучи;ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα Thuc. — (то место стены), куда приходилась насыпь;ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ προσπεσεῖν Plut. — быть занесенным ветрами в Тиррению;π. δυστυχεστάτῳ κλήρῳ Eur. — стать жертвой ужаснейшей судьбы;ἡδοναῖς π. Plat. — предаваться наслаждениям4) нападать(τινί Thuc., Xen. и πρός τινα Plat.; ἄνεμοι προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ NT.)
προσπεσόντες τρέπουσι μέρος τι τοῦ στρατοῦ Thuc. — внезапным нападением (сиракузцы) обращают в бегство известную часть (афинской) армии;μέ λάθῃ με προσπεσών Soph. — чтобы (Филоктет) исподтишка не напал на меня5) бросаться, устремляться, подбегать(τινί Her., Xen.)
6) перен. склоняться, сближаться(τῷ Ἀναξαγόρᾳ Plat.)
7) выпадать (на долю), случатьсяτὰ προσπεσόντα Eur., Men. — выпавшее на долю, сложившиеся обстоятельства;πρὸς τὰ προσπίπτοντα Arst. — в соответствии с обстоятельствами;ὅ τι ἂν προσπέσῃ Arst. — что ни попадется;ἄλλῳ τῳ προσπεσὸν ἄλλο ἂν ἐγεγόνει Plat. — случившееся с другим по-другому и получится;τῶν ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων Thuc. — ввиду случившихся больших расходов8) (о слухах и т.п.) доходить, достигатьπροσέπεσε (impers.) παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς Polyb. — распространился слух, что послы прибыли;
Κύρῳ φῆμαι καὴ λόγοι προσέπιπτον Plut. — до Кира дошли слухи и толки
См. также в других словарях:
βωμοῖσι — βωμός raised platform masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin … Hofmann J. Lexicon universale
αμ — (I) ἄμ (Α) άλλος τύπος τής προθ. ανά* μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από χειλικό σύμφωνο (β, π., φ, μ), π. χ. «ἄμ βωμοῑσι», «ἄμ πεδίον», «ἄμ φυτά», «ἄμ μέσον». Ο τύπος είναι δωρικός και απαντά στον Πίνδαρο, αλλά και στον Όμηρο και τον Αισχύλο.… … Dictionary of Greek
λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… … Dictionary of Greek
πρόσημαι — Α 1. κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι (α. «δώμασιν προσήμεναι», Αισχύλ. β. «προσήμεθα βωμοῑσι», Σοφ.) 2. πολιορκώ («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἧμαι «κάθομαι»] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek