-
1 αιγειρος
ἡ черный тополь Hom., Soph., Eur., Arst. -
2 αίγειρος
η чёрный тополь -
3 αζω
жечь, сушить(Σείριος ἄζει Hes.)
ἥ (αἴγειρος) ἀζομένη κεῖται Hom. — (срубленный) тополь лежит и сохнет;ἄζεσθαι κραδίην Hes. — сокрушаться сердцем -
4 λειος
31) гладкий, ровный(ὁδός Hom.; ὕφασμα Plat.; ἐπιφάνεια Arst.)
χῶρος λ. πετράων Hom. — место без камней2) гладкоствольный(αἴγειρος Hom.)
3) голый, безволосый(ζῷον Arst.)
4) безбородый, т.е. молодой(ἰατρός Anth.)
5) нежный, мягкий(πνεῦμα Arph.; ἡδονή Plat.; ζέφυρος Arst.)
6) кроткий, ласковый(μῦθοι Aesch.)
7) спокойный, плавный(κινήματα Plut.)
θαλάσσῃ λείῃ Her. — по спокойному морю8) тихий, безмятежный(ἡσυχία Anth.)
9) приятный или нежный на вкус(λεῖά τε καὴ γλυκέα Plat.)
-
5 μακεδνος
-
6 τανυρριζος
См. также в других словарях:
αἴγειρος — black poplar fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγειρος — I Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη της Μεγαρίδας, που λεγόταν και Αιγειρούσα. Παρότι που δεν σώθηκαν ίχνη της, τοποθετείται στη βόρεια ακτή της λίμνης Γοργώπιδας. 2. Αρχαία κωμόπολη της Λέσβου, μεταξύ Μυτιλήνης και Μήθυμνας. II … Dictionary of Greek
αίγειρος — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι στο δέντρο, το γνωστό με την επιστημονική ονομασία λεύκη η μέλαινα. Ο Θεόφραστος, ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης αναφέρουν και το είδος α. η κρητική κάρπιμος, της οποίας οι καρποί χρησιμοποιούνταν στη θεραπευτική.… … Dictionary of Greek
αἰγείρω — αἴγειρος black poplar fem nom/voc/acc dual αἴγειρος black poplar fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείροιο — αἴγειρος black poplar fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείροις — αἴγειρος black poplar fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείροισι — αἴγειρος black poplar fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείροισιν — αἴγειρος black poplar fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείρου — αἴγειρος black poplar fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείρους — αἴγειρος black poplar fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγείρων — αἴγειρος black poplar fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)