-
1 узнавать
узнаватьнесов, узнать сов1. (получать сведения) μαθαίνω, μανθάνω/ πλη-ροφοροῦμαι (справляться):хотелось бы мне узнать... θάθελα νά μάθω...· узнайте, пожалуйста, о ее здоровье σας παρακαλώ νά πληροφορηθείτε γιά τήν ὑγεία της· я хочу́ узнать, до́ма ли он? θέλω νά μάθω ἄν εἶναι στό σπίτι· об этом могут узнать μπορεί νά τό μάθουν2. (знакомого, знакомое) (ἀνα)γνωρίζω:\узнавать старого дру́га (ἀνα)γνωρίζα> παληό φίλο· его нельзя \узнавать Εγινε ἀγνώριστος·3. (получить истинное представление) γνωρίζω, μανθάνω, ξεύρω:теперь я его лучше узнал τώρα τόν ἔμαθα καλλίτερα· нам нужно лучше узнать друг дру́га πρέπει νά γνωριστούμε καλλίτερα, πρέπει νά μάθουμε καλλίτερα ὁ ἔνας τόν ἀλλον4. (познать, пережить) γνωρίζω, δοκιμάζω:\узнавать нужду́ (го́ре) δοκιμάζω στερήσεις (βάσανα)· \узнавать радость материнства γνωρίζω τήν χαρά τής μητρότητας. -
2 узнавать
узнавать, узнать 1) μαθαίνω; πληροφορούμαι (навести справку) 2) (признать) (ανα)γνωρίζω* * *= узнать1) μαθαίνω; πληροφορούμαι ( навести справку)2) ( признать) (ανα)γνωρίζω -
3 узнать
узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•
я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•
узнать новость μαθαίνω το νέο•
поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•
узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•
от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;
2. γνωρίζω•узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•
узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).
3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.
|| (ως απειλή)• βλέπω•-ешь θα μάθεις, θα δεις•
-ет θα μάθει, θα δει.
4. αναγνωρίζω•евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.
μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.
-
4 признавать
признаватьнесов I. (считать законным) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\признавать правительство ἀναγνωρίζω κυβέρνηση·2. (вину, ошибку и т. п.) ὁμολογώ, ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\признавать свою ошибку παραδέχομαι (или ὁμολογώ) τό σφάλμα μου· \признавать свою вину ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου·3. (узнавать) (άνα)γνωρίζω:\признавать кого-л., что-л. ἀναγνωρίζω κάποιον, κάτι. -
5 распознавать
распознаватьнесов, распознать сов διακρίνω, μαθαίνω, (άνα)γνωρίζω, διαγι-γνώσκω:\распознавать чьи-л. намерения μαθαίνω τους σκοπούς κάποιου· \распознавать болезнь κάνω διάγνωση τής ἀρρώστειας. -
6 признать
знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нал, -а, -оρ.σ.μ.1. (ανα)γνωρίζω•в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας.
2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω•признать новое государство αναγνωρίζω το νέο κράτος.
3. ομολογώ, παραδέχομαι•признать свою ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου.
|| αποφαίνομαι, καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω.1. αναγνωρίζω, παρο:δέχομαι, ομολογώ•признать в преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου•
признать в воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης•
-юсь το παραδέχομαι•
он не -лся αυτός δεν το παραδέχτηκε.
2. признать ή -аюсь (παρνθ. λ.) για ναείμαι ειλικρινής.εκφρ.признать сказать – για ναμιλήσω ειλικρινά•признать в любви – εξομολογούμαιτην αγάπη. -
7 распознать
ρ.σ.μ.1. (ανα)γνωρίζω•я его не -ал εγώ δεν τον ανεγνώρισα.
2. διαγιγνώσκω•распознать чужие намерения διαγιγνώσκω τις προθέσεις του άλλου.
|| διακρίνω, ξεχωρίζω.3. μαθαίνω, πληροφορούμαι καλά. || κάνω διάγνωση (ιατρική).
См. также в других словарях:
ἀνεγνωρισμένον — ἀνά γνωρίζω make known perf part mp masc acc sg ἀνά γνωρίζω make known perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρικέναι — ἀνά γνωρίζω make known perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρισάμην — ἀνά γνωρίζω make known aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρίζετο — ἀνά γνωρίζω make known imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρίζοντο — ἀνά γνωρίζω make known imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρίσαμεν — ἀνά γνωρίζω make known aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρίσθη — ἀνά γνωρίζω make known aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρίσθημεν — ἀνά γνωρίζω make known aor ind pass 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνωρίσθησαν — ἀνά γνωρίζω make known aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνώριζε — ἀνά γνωρίζω make known imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγνώρισα — ἀνά γνωρίζω make known aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)