-
1 Τρωες
-
2 αγερωχος
21) неукротимый, непреклонный(Τρῶες, Μυσοί Hom.; βάτραχοι Batr.; πάθη Plut.; ὄνος Luc.)
2) гордый, славный(ἕργματα, στεφάνωμα, νίκη Pind.)
-
3 ακηδεστος
-
4 αολλης
2только pl. собранный вместе, сплотившийся(Τρῶες προὔτυψαν ἀολλέες Hom.; χωρῶμεν πάντες ἀολλεῖς Soph.; οἱ περὴ τύμβον ἀολλέες Theocr.)
-
5 αραρισκω
(aor. ἦρσα - эп. ἄρσα, impf. ἤρᾰρον - эп. ἄραρον; в неперех. значениях: pf.-praes. ἄραρα, ppf.- impf. ἀρήρειν)1) класть вплотную, тесно укладывать(ἤϊα ἅπαντα ἄγγεσιν Hom.)
2) сплачивать, смыкатьἀλλήλους ἀ. βόεσσιν Hom. — сомкнуть свои щиты
3) смыкаться, сплачиваться(Τρῶες ἀρηρότες Hom.)
στίχες ἄρθεν Hom. — ряды сомкнулись;ἄραρον ἀσπίδες Hom. — щиты были сомкнуты;ποτὴ τοῖχον ἀρηρώς Hom. — прислоненный к стене4) складывать, строить(τοῖχον λίθοισιν Hom.)
5) прилаживать, снабжать(πώματι ἀμφιφορῆα Hom.)
6) комплектовать(νῆα ἐρέτῃσιν Hom.)
7) удовлетворять, насыщать(θυμὸν ἐδωδῇ Hom.)
ἀ. κατὰ θυμόν Hom. — удовлетворять полностью;ἀ. τινὰ φρένας Soph. — нравиться кому-л.8) готовить, подготовлять(θάνατόν τινι Hom.)
ἀ. πόδεσσιν πέδιλα Hom. — мастерить обувь9) быть твердым, крепким, непреклонным(φρεσὴν ἀρηρώς Hom.)
ἄραρεν, ὡς ἔοικεν Eur. — кажется, (это) окончательно решено;πόλις πύργοις ἀραρυῖα Hom. — город, укрепленный башнями;ἄραρε ὅρκος μέγας Aesch. — произнесена великая клятва10) плотно прилегать, хорошо сидеть, быть впору11) соответствовать, подходить12) быть снабженнымζώνη θυσάνοις ἀραρυῖα Hom. — пояс с бахромой - см. тж. ἄρμενος
-
6 διατρεω
-
7 ειλλω
атт. εἵλλω, эп.-эол. тж. εἴλω (fut. εἱλῶ, aor. ἕλσα, ἔλσα и ἔελσα; pass.: aor. 2 ἐάλην с ᾰ, pf. ἔελμαι, эп. inf. aor. ἀλῆναι и ἀλήμεναι)1) вращать(γῆ περὴ πόλον εἰλλομένη Plat.)
περὴ σαυτὸν εἴλλειν τέν γνώμην Arph. — уйти в свои мысли2) теснить, оттеснять, прижимать(λαὸν κατὰ τείχεα Hom.)
; pass. прижиматься, тж. сжиматься, съеживатьсяἧστο ἀλείς Hom. — он сидел согнувшись;
ὑπ΄ ἀσπίδι πᾶς ἐάλη — он весь укрылся под щитом;3) накапливать, собиратьἀλὲν ὕδωρ Hom. — скопившаяся вода;
Τρῶες εἰς ἄστυ ἄλεν (= ἐάλησαν) Hom. — троянцы укрылись в городе4) с размаху поражать(νῆα κεραυνῷ Hom.)
-
8 εισχεω
ион. и староатт. ἐσχέω1) вливать, наливать(γάλα Eur. и τὸ γάλα ἐς ἀγγήϊα Her.)
2) med. устремляться, хлынуть(ἐσέχυντο ἐς πόλιν, sc. Τρῶες Hom.; ἐσεχέοντο οἱ Ἕλληνες ἐς τὸ τεῖχος Her.)
-
9 επιθυω
I1) возжигать на алтаре, воскурять(λιβανωτὸν τοῖς θεοῖς Arph.)
2) тж. med. (вслед за тем, после) приносить в жертву(τινα τοῖς θεοῖς Diod.; med. τὸ δεύτερον Plut.)
τί τινι ἐ. Aesch.; — приносить что-л. в жертву после чего-л., т.е. одно убийство искупать другим;ἐπιθύεσθαι Νέρωνι Γάλβαν Plut. — вслед за Нероном умертвить ГальбуII1) устремляться, нападать, ринуться Hom.2) стремиться, добиваться3) перен. рваться, горячо желать(κιθαρίζειν HH.)
-
10 επικελαδεω
-
11 ευηφενης
-
12 καρηνον
1) голова(κάρανα δαΐζειν Aesch.): ( описательно) κάρηνα Τρώων Hom. = Τρῶες; ἵππων κάρηνα Hom. = ἵπποι; νεκύων κάρηνα Hom. = νέκυες
2) вершина, высота(Οὐλύμποιο, πολίων Hom.)
-
13 κερουλκος
-
14 μενος
- εος τό1) сила, мощь(μ. καὴ γυῖα, μ. τε καὴ ἀλκή Hom.)
2) стремительность, неукротимость, ярость(λέοντος, ἵππων, ἔγχεος, ποταμῶν Hom.; πυρός Aesch.; χειμῶνος Eur.)
χαλινῶν μ. Aesch. — крепкая узда3) гнев, злоба, бешенство(Ἄρηος Hom.; ὀργῆς καὴ μένους ἐμπλήμενος Arph.)
μένεα πνείοντες Hom. — исполненные боевого духа;μ. καὴ θάρσος Hom. — неукротимая отвага4) жизненная сила, жизньψυχή τε μ. τε Hom. — жизненные силы, жизнь
5) кровь ( как источник силы и гнева)(μέλαν μ. Soph.)
αἱματηρὸν μ. Aesch. — струя крови6) намерения, мысль: , τῶν μ. αἰὲν ἀτάσθαλον Hom. троянцы, чьи замыслы всегда преступны; ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Hom. разрушитель моих замыслов7) описательно в знач. душа, суть, сущность не переводитсяμ. Ἕκτορος Hom. = Ἕκτωρ;
μένεα ἀνδρῶν Hom. = ἄνδρες;αἰθέριον μ. Emped. = αἰθήρ -
15 ουτι
In к οὔτις См. ουτιςIIadv. тж. раздельно нисколько (никак, ничуть, совершенно) не(οὔ. μοι αἴτιοί εἰσιν, sc. οἱ Τρῶες Hom.)
ἀλλ΄ οὔ. μὲν δέ τούτου γε ἕνεκα ἠρχόμεθα διαλεγόμενοι Plat. — но мы ведь совсем не для этого начали беседу;οὔ. πη Her., дор. οὔ. πᾳ Theocr. — никоим образом, никак;οὔ. που Pind. — далеко не, ни в коем случае;οὔ. που δοῦναι νοεῖς ; Soph. — не думаешь же ты вернуть (оружие Филоктету)?; -
16 περισταδον
adv. стоя вокруг, обступая со всех сторон Her., Eur.Τρῶες π. οὔταζον σάκος Hom. — троянцы со всех сторон поражали щит (Несторида);
βάλλεσθαι π. Thuc. — находиться под круговым обстрелом -
17 προτυπτω
1) воен. ударять (на врага), устремляться вперед(Τρῶες προὔτυψαν Hom.)
ἀνὰ ῥῖνας δέ οἱ μένος προὔτυψε Hom. — кровь бросилась ему в голову, т.е. волнение охватило его2) заранее поражатьπροτυπὲν στόμιον Τροίας Aesch. — ранее потерпевшая поражение узда Трои (т.е. прибывшая для покорения Трои армия)
-
18 Τρως
ωός ὅ1) Трой(1) сын фригийского царя Эрихтония, внук Дардана, отец Ганимеда, миф. основатель Трои Hom.(2) сын Аластора, троянец, убитый Ахиллом Hom.2) (pl. Τρῶες, Τρώων) троянец Hom. etc. -
19 χαλκεγχης
-
20 χαλκοχιτων
См. также в других словарях:
Τρώες — οι / Τρῶες, ΝΜΑ βλ. Τρώας … Dictionary of Greek
Τρῶες — Τρώς Tros masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… … Dictionary of Greek
Τεύκρος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της περιοχής της Τροίας, γιος του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και της νύμφης Ισαίας. Από αυτόν ονόμαζαν τους Τρώες και Τευκρούς. 2. Γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ετεροθαλής του… … Dictionary of Greek
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Αμάτα — I (Αστρον.).Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1924. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,2, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
Λαβινία — Πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του βασιλιά του Λατίου, Λατίνου. Η μητέρα της επιθυμούσε να την παντρέψει με τον Τύρνο, γόνο βασιλικής οικογένειας και ταυτόχρονα διεκδικητή της κληρονομιάς που θα περιερχόταν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek