-
1 υπερθυμος
-
2 χθονιος
3 и 21) рожденный от богини земли(Χθών) (Τιτῆνες Hes.; δαίμων Aesch.; Ἐχίων Eur.)
2) туземный, отечественный, местный(Ἄρεος πάγος Soph.; θεοί Eur. - ср. 4)
χθόνιοι Ἐρεχθεῖδαι Soph. — исконные (для Аттики) Эрехтиды3) наземный, сухопутный (sc. ζῷα Eur.)4) подземный(Ἅιδα στόμα Pind.; λίμνα Eur.)
Ζεὺς χ. Hes. = Ἅιδης;ἥ χθονία (sc. θεά) Eur. = Δημήτηρ, — у Theocr., Plut. = Ἑκάτη;χθόνιαι θεαί Her. = Δημήτηρ и Περσεφόνη, — у Soph. = Ἐρινύες;χθονία φάμα Soph. — слава, достигающая подземного царства (χάρις ἥ χθονία Soph. = θάνατος)
См. также в других словарях:
Τιτῆνες — Τῑτῆνες , Τιτάν the Titans masc nom/voc pl (ionic) Τῑτῆνες , Τιτάν the Titans masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφερός — ή, ό (Α ζοφερός, ά, όν) [ζόφος] 1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.) 2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν … Dictionary of Greek
τιτήνη — ἡ, Α βασίλισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Τιτᾶνες / Τιτῆνες, κατά τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε η] … Dictionary of Greek