-
1 ερεθιζω
дор. ἐρεθίσδω (fut. ἐρεθίσω и ἐρεθιῶ)1) раздражать(τινὰ κερτομίοις ἐπέεσσι Hom.; οἱ νομάδες ἐρεθισθέντες ὑπὸ Δαρείου Her.)
2) дразнить, беспокоить(κύνας τ΄ ἄνδρας Hom. σφηκιάν Arph.; τὸν ὄφιν Arst.; τὸν πολέμιον Plut.)
3) сердить, возмущать(Μούσας Soph.)
4) возбуждать, волновать(φρένας Aesch.; τέν γεῦσιν ὀσμαῖς Plut.)
5) приводить в движение(χορούς Eur.)
πνεῦμα ἠρεθισμένον Eur. — ускоренное (от быстрой ходьбы) дыхание, одышка6) вызывать, разжигать(τὸ φονικὸν καὴ θηριῶδες Plut.)
ἐ. τινά Hom. — разжигать чьё-л. любопытство7) раздувать(φέψαλος ἐρεθιζόμενος ῥιπίδι Arph.)
8) растравлять, бередить(ἕλκος ἠρεθισμένον Polyb.)
9) манить, звать(κρήνη ἐρεθίζει Anacr.)
-
2 καταπαυω
Pind. καππαύω (эп.: inf. καταπαυέμεν, inf. fut. καταπαυσέμεν, 1 л. pl. aor. conjct. καταπαύσομεν) тж. med.1) оканчивать, прекращать, (при)останавливать(πόλεμον Hom., Plut.; νεῖκος Hes.; ναυπηγίαν Her.; λόγον Xen. и λόγους Polyb.)
κ. τὰς πνοάς τινος Arph. — задушить кого-л.;μολπᾶν ἄπο καταπαῦσαι Eur. — прекратить песни;οὐ κ. Μούσας Eur. — не переставать славить Муз2) останавливать, унимать, успокаивать(Ἥρας νόσους Aesch.; τὰ πνεύματα Arst.; τινὰ λαλοῦσαν Men.)
3) смирять, укрощать(τινὰ ἀγηνορίης Hom.; τῶν βαρβάρων τόλμαν Polyb.)
4) задерживать, удерживать(τινὰ ἀφροσυνάων Hom.; τινὰ δρόμου Plat.)
καταπαῦσαί τινα τοῦ μέ ποιεῖν τι NT. — убедить кого-л. не делать чего-л.5) умилостивлять(τὸν Δία ἔπει Hom.)
6) свергать, низлагать(τυράννους, τινὰ τῆς βασιληΐης Her.; τὸν δῆμον Thuc.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
7) успокаивать навеки8) предаваться отдыху, почивать(ἀπὸ πάντων ἔργων NT.)
-
3 συστολιζω
-
4 επίκληση
(-ις (-εως)] η1) призыв, обращение; взывание, мольба;επίκληση της μούσας — обращение к музе;
- 2) прозвище, кличка -
5 θεραπεύω
-
6 μούσα
I η1) муза;επικαλούμαι την μούσαν — вдохновляться (о поэте);
2) поэзия;νεοελληνική μούσα — новогреческая поэзия;
3) мастерство, талант поэта;η μούσα τού Όμηρου — гений, талант, поэтическая манера Гомера;
§ θεραπεύω τάς Μούσας заниматься поэзией;θεράπων των Μουσών служитель муз, поэт μούσα2II η банановое дерево
См. также в других словарях:
Μούσας — Μούσᾱς , Μοῦσα music fem acc pl Μούσᾱς , Μοῦσα music fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσας — μού̱σᾱς , Μοῦσα music fem acc pl μού̱σᾱς , Μοῦσα music fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DOLICHUS — Galen. de tuenda valet. l. 2. c. XI. ut et Diaulus, cursus fuêre genera, in Vett. Gymnasiis exerceri solita: quorum illum refert, Graecis continuatum diu cursum significare; cum tamen maior Auctorum pars duplicis stadii spatium exstitisse eum,… … Hofmann J. Lexicon universale
MEDICI — apud Romanos, olim servi tantum erant, ut testantur Sueton. Neron. c. 4. et Seneca de Benes. l. 3. c. 24. qui Domitium Corfinio inclusum, a servo prius, quam a Caesare servatum seribunt. Clarifsime P. Orosius l. 7. c. 3. Adeo dira Romanos fames… … Hofmann J. Lexicon universale
MEGALCO — cuius ancillulas Musas fuisse, Macari filias, Myrtilus auctor est, memoratur Arnobio l. 4. Aliter paulo Clemens Protrept. p. 9. Μούσας θεραπαινίδας ταύτας ἐώνηται Μεγαλκὼ, ἡ θυγάτηρ Μάκαρος. Vide et Megaclo … Hofmann J. Lexicon universale
STADIODROMI — Σταδιοδρόμοι, genus olim cursorum, a cursu unius tantum stadii dicti. Unde Tzetzes l. 3. Histor. Chil. 6 de iis, ἁπλοῦν, inquit, ποιοῦνται τὸν δρόμον. Sic enim apud eum rescribit Voss. Agnosticôn l. 1. c. 28. Qui vero duplex unô cursu Stadium… … Hofmann J. Lexicon universale
Ορφεύς — ο (Α Ὀρφεύς, έως, δωρ. τ. Ὄρφης) μορφή τής ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος τού Απόλλωνος ή τού… … Dictionary of Greek
αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… … Dictionary of Greek
μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον … Dictionary of Greek
μουσοπρόσωπος — μουσοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει όψη Μούσας … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek