Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Ῥώμη

  • 1 Рим

    Рим г. Ρώμη η
    * * *
    г. Ρώμη η

    Русско-греческий словарь > Рим

  • 2 выдача

    выдача ж 1) η χορήγηση η διανομή (раздача )' η πλη ρωμή (выплата ) 2) (преступ ника ) η έκδοση
    * * *
    ж
    1) η χορήγηση; η διανομή ( раздача); η πληρωμή ( выплата)
    2) ( преступника) η έκδοση

    Русско-греческий словарь > выдача

  • 3 когорта

    когорта
    ж
    1. ἡ κοόρτις (στήν ἀρχαία Ρώμη)·
    2. перен οἱ γραμμές, ἡ ὁμάδα.

    Русско-новогреческий словарь > когорта

  • 4 крепость

    крепость I ж воен. τό φρούριο[ν], τό κάστρο. крепость II ж
    1. (прочность) ἡ στε-ρεότητα [-ης], ἡ ἀντοχή·
    2. (сила) ἡ δύ-ναμη [-ις1, ἡ ισχύς, ἡ ρώμη, ἡ ρωμαλεό-τητα[ης]:
    \крепость духа ἡ ἡθική δύναμη·
    3. (вина, раствора и т. п.) ἡ δύναμη [-ις], ἡ δραστικότητα [-ης].
    крепость III ж уст. τό συμφωνητι-κό[ν], τό συμβόλαιο[ν]:
    купчая \крепость τό πωλητήριο.

    Русско-новогреческий словарь > крепость

  • 5 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 6 вести

    веду, ведешь, παρλθ. χρ. вел, вела, -ло, μτχ. ενστ. ведущий, μτχ. παρλθ. χρ. ведший, παθ. μτχ. ενστ. ведомый, επίρ. μτχ. ведя; ρ.δ.
    1. μ. οδηγώ, προσάγω•

    вести слепого за руку οδηγώ τον τυφλό από το χέρι.

    || βαδίζω επικεφαλής•

    вести войско в бой βαδίζω επικεφαλής του στρατεύματος στη μάχη.

    || οδηγώ (όχημα, πλοίο κ.τ.τ.)
    2. μτφ. διευθύνω, καθοδηγώ•

    вести практические занятия καθοδηγώ τις πρακτικές ασκήσεις.

    3. κατευθύνω•

    все дороги ведут в рим όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη.

    4. διεξάγω εργασία, φτιάχνω, κάνω•

    он смотрел, как ведут железные дороги αυτός κοίταζε, πως φτιάχνουν τις σιδηροδρομικές γραμμές•

    они вели телефонные провода αυτοί περνούσαν τηλεφωνικά καλώδια.

    5. φέρω, άγω• καταλήγω•

    куда -ет эта дорога? που οδηγεί αυτός ο δρόμος;

    μτφ. συνεπάγομαι, συνεπιφέρω, έχω σαν αποτέλεσμα•

    алкоголизм -етквы-ровдению ο αλκολισμός οδηγεί στον εκφυλισμό.

    6. απρόσ. σκεβρώνω•

    доску -ет от сырости η οανίδα σκεβρώνει από την υγρασία.

    7. μ. κρατώ• διεξάγω, τηρώ, διατηρώ, εκτελώ•

    вести протокол κρατώ πρακτικό•

    вести дневник κρατώ ημερολόγιο•

    вести записи κρατώ σημειώσεις•

    вести огонь ανάβω φωτιά•

    вести знакомство πιάνω γνωριμία•

    вести войну διεξάγω (κάνω) πόλεμο•

    вести борьбу κάνω αγώνα (αγωνίζομαι)•

    вести разговор κάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ•

    вести переписку έχω αλληλογοαφία (αλληλογραφώ).

    εκφρ.
    вести свой род от кого – έλκω το γένος απο....- начало от... έχω την αρχή απο... вести себя как φέρνομαι σαν
    1. διεξάγομαι, γίνομαι. || επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι•

    -утся переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις.

    2. οδηγούμαι, διευθύνομαι, διοικούμαι•

    корабль -ется опытным капитаном το καράβι οδηγείται από έμπειρο καπετάνιο.

    3. απρόσ. υνηθίζεται•

    так -ется исстари έτσι συνηθίζεται από παλιά.

    4. πολλαπλασιάζομαι, πληθαίνω, -θύνομαι, αβγαταίνω•

    хорошо -утся куры καλά προκόβουν οι κότες.

    Большой русско-греческий словарь > вести

  • 7 клиент

    α.
    1. πολίτης εξαρτημένος από τον κύριο (στην αρχαία ρώμη).
    2. πελάτης.

    Большой русско-греческий словарь > клиент

  • 8 крепость

    θ.
    1. στερεότητα, αντοχή.
    2. δύναμη, ισχύς. || ρώμη• ακμή.
    3. μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα.
    θ.
    φρούριο, κάστρο.
    εκφρ.
    летающая крепость – ιπτάμενο φρούριο.
    θ. παλ. έγγραφο αγοραπωλησίας•

    купчая крепость πωλητήριο.

    θ.
    η δουλοπαροικία.

    Большой русско-греческий словарь > крепость

  • 9 могущество

    ουδ.
    κραταιότητα, ισχύς, δύναμη ρώμη.

    Большой русско-греческий словарь > могущество

  • 10 мощь

    θ.
    1. ισχύς, δύναμη•

    индустриальная мощь βιομηχανική ισχύς.

    2. ρώμη, ευρωστία.

    Большой русско-греческий словарь > мощь

  • 11 префект

    α. (στην αρχαία ρώμη) διοικητής• διευθυντής. || διευθυντής αστυνομίας σε μερικές καπιταλ. χώρες.

    Большой русско-греческий словарь > префект

  • 12 префектура

    θ.
    1. διοικητική περιοχή (στην αρχαία Ρώμη)• νομός.
    2. διοίκηση περιοχής• νομαρχείο.
    3. νομαρχία (ίδρυμα).

    Большой русско-греческий словарь > префектура

  • 13 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 14 трибун

    α.
    1. ανώτερος κρατικός υπάλληλος στην αρχαία Ρώμη.
    2. μτφ. κήρυκας•

    трибун революции κήρυκας της επανάστασης.

    Большой русско-греческий словарь > трибун

  • 15 фамилия

    θ.
    1. το επώνυμο•

    назвать свое имя и -ю λέγω το όνομα και το επώνυμο•

    сохранить свою девичью -ю διατηρώ το πατρικό επώνυμο.

    2. γένος, γενιά, σόι.
    3. οικογένεια.
    4. (στην αρχαία Ρώμη) η οικογένεια μαζί και οι δούλοι.

    Большой русско-греческий словарь > фамилия

  • 16 цензор

    α.
    1. οικονομικός έφορος (στην αρχαία Ρώμη).
    2. λογοκριτής.

    Большой русско-греческий словарь > цензор

  • 17 цензура

    θ.
    1. οικονομική εφορία (στην αρχαία Ρώμη).
    2. λογοκρισία•

    подвергнуть -е υποβάλλω σε λογοκρισία•

    военная цензура στρατιωτική λογοκρισία•

    разрешено -ой επετράπηκε από τη λογοκρισία.

    Большой русско-греческий словарь > цензура

  • 18 ядрёность

    θ.
    1. σκληρότητα• συνεκτικότητα.
    2. ευεξία, ρώμη.

    Большой русско-греческий словарь > ядрёность

См. также в других словарях:

  • ῥώμη — bodily strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώμῃ — ῥώμη bodily strength fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — η σωματική δύναμη, ευρωστία, και σε επέκταση ψυχική δύναμη, θάρρος: Στην περίσταση εκείνη έδειξε σημαντική ψυχική ρώμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥώμηι — ῥώμῃ , ῥώμη bodily strength fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπρουμίδης, Κωνσταντίνος — (Ρώμη 1806 – Ουάσινγκτον 1880). Έλληνας ζωγράφος από Ιταλίδα μητέρα. Ο πατέρας του έφυγε από τα Φιλιατρά και πήγε στην Ιταλία για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο Μ. σπούδαζε ζωγραφική στην Ιταλία αλλά ταυτόχρονα πήρε μέρος στις εκεί… …   Dictionary of Greek

  • ῥώμαις — ῥώμη bodily strength fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώμην — ῥώμη bodily strength fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥώμης — ῥώμη bodily strength fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»