-
1 вялость
вял||остьж1. (мышц, тела) ἡ χαλαρότητα·2. (отсутствие бодрости, живости) ἡ νωθρότητα [-ης], ἡ μαλθακότητα, ἡ ἀτονία, ἡ ραθυμία. -
2 кейф
-а α.ανάπαυση, ραχάτι, χουζούρι, ραθυμία• ευθυμία, κέφι. -
3 ленца
-ы θ.οκνηρία, ραθυμία, νωθρότητα, βαριεμάρα•человек с -ой βαρετός άνθροίπος.
-
4 лень
-и θ.1. τεμπελιά, οκνηρία, οκνιά, ραθυμία, βαριεμάρσ.• νωθρότητα•лень его обуяла τον έπιασε η τεμπελιά.
2. με σημ. κατηγ. βαριέμαι, οκνεύω, τεμπελιάζω•лень ему руку поднимать βαριέτοι ακόμα και το χέρι να σηκώσει•
ему лень говорить βαριέται ακόμα και να μιλά.
εκφρ.все кому не лень – όλοι όποιος δεν τεμπελιάζει•не лень тебе (делать) – αν δεν βαριέσαι (να κάνεις). -
5 небрежность
-и θ.1. ολιγωρία, αμέλεια, αδιαφορία χαλαρότητα. || αφροντισιά, αμερημνησία, ραθυμία. || τσαπατσουλιά, ατασθαλία.2. εγκατάλειψη, παράτημα. -
6 нерадение
-я ουδ.παλ. αμέλεια, απροθυμία, ραθυμία, αδιαφορία, ολιγωρία•уволить со службы за нерадение απολύω από την υπηρεσία για ολιγωρία.
-
7 празднолюбие
-я ουδ.παλ. οκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία• τεμπελιά. -
8 праздность
-и θ.οκνηρία, φυγοπονία, α-καματιά, τεμπελιά• ραθυμία. || μη ύπαρξη περιεχομένου•праздность жизни ζωή χωρίς περιεχόμενο•
праздность разговора κουβέντα χωρίς περιεχόμενο.
См. также в других словарях:
ῥαθυμία — ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc/acc dual ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίᾳ — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α [ράθυμος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια νεοελλ. 1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη 2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
ῥᾳθυμία — ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc/acc dual ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳθυμίᾳ — ῥᾳθῡμίαι , ῥᾳθυμία fem nom/voc pl ῥᾳθῡμίᾱͅ , ῥᾳθυμία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η οκνηρία, νωθρότητα: Στο χωριό μιλούσαν όλοι για τη ραθυμία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαθυμίας — ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem acc pl ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαι — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαν — ῥαθυμίᾱν , ῥαθυμία easiness of temper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαις — ῥαθυμία easiness of temper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίῃ — ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)