Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ῥίς

  • 1 рис

    [ρίς] ουσ. α. ρύζι

    Русско-греческий новый словарь > рис

  • 2 рис

    [ρίς] ουσ α ρύζι

    Русско-эллинский словарь > рис

  • 3 нос

    1. (передняя часть предмета) η μύτη 2. анат. η ρίς, разг. η μύτη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нос

  • 4 откатка

    1. горн. η μεταφορά (βαγονιών) εντός των στοών
    безрельсовая - χω-ρίς/δίχως ράγες
    2. (меховая) η τελική κατεργασία σε τύμπανα με πριονίδια.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > откатка

  • 5 распорка

    1. (звеньев якорной цепи) о στυλίσκος του κρίκου της αλυσίδας 2. (стой-ка) το ενισχυτικό
    το αντιστήριγμα
    η αντη-ρίς
    3. (поперечина) η εγκάρσια δοκός, το εγκάρσιο δοκάρι 4. (проставочный элемент) το διαχωριστικό τεμάχιο, το τεμάχιο διατήρησης απόστασης 5(продольная) η διαμήκης δοκός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распорка

  • 6 бестактный

    бестактный αδιάκριτος, χω ρίς τακτ
    * * *
    αδιάκριτος, χωρίς τακτ

    Русско-греческий словарь > бестактный

  • 7 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 8 угловатый

    угловатый
    прил μονοκόμματος, ἄχα-ρις, ἀδέξιος, δύσκαμπτος.

    Русско-новогреческий словарь > угловатый

  • 9 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 10 Nose

    subs.
    P. and V.ς, ἡ. Ar. and V. μυκτήρ, ὁ (rare P.).
    Hold one's nose, v.:Ar. τὴν ῥῖνα ἐπιλαμβάνειν (Plut. 703).
    Wipe one's nose: P. and V. πομύσσεσθαι (absol.) (Xen., Ar., Eur, Cycl. 561).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nose

  • 11 Nostril

    subs.
    P. and V.ς, ἡ. Ar. and V. μυκτήρ, ὁ (also Plat. but rare P.), Ar. and V. μύξα, ἡ (Soph., frag.).
    With breath of snorting nostrils: V. μυκτηροκόμποις πνεύμασιν (Æsch., Theb. 464).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nostril

См. также в других словарях:

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ῥίς — ῥί̱ς , ῥίς nose fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουίλσον, Τσαρλς Τόμσον Ρις — (Charles Thomson Rees Wilson, Γκλένκορς, Εδιμβούργο 1869 – Πέντλαντ 1959). Ιρλανδός φυσικός. Εργάστηκε στο εργαστήριο Κάβεντις του Κέιμπριτζ, αναγορεύτηκε καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και αργότερα εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας, ενώ το 1927… …   Dictionary of Greek

  • ῥῖνες — ῥίς nose fem nom/voc pl ῥίς nose fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖνα — ῥίς nose fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖνας — ῥίς nose fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖνε — ῥίς nose fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίν — ῥίς nose fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- —     k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu     English meaning: head; horn     Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel”     Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Otolaryngology — Otolaryngologist performing an endoscopic sinus surgical procedure Otolaryngology or ENT (ear, nose and throat) is the branch of medicine and surgery that specializes in the diagnosis and treatment of ear, nose, throat, and head and neck… …   Wikipedia

  • Nose-picking — Classification and external resources …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»